«Δεν θα ’ταν τότε πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλο;» - Bertold Brecht, «Η Λύση», 1953
ΚΟ: Κάποια απoσπάμαστα από το συγκλονιστικό βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα Douglas Murray (Ντάγκλας Μάρεϊ), «Η Ευρώπη Αυτοκτονεί», το βιβλίο του οποίου (Νο. 1 Bestseller των Sunday Times) δεν γνώριζα ότι έχει εκδοθεί στα ελληνικά (εκδόσεις Liberal Books, 2019)
Ο πρωτότυπος τίτλος είναι “The Strange Death of Europe” / «Ο Παράξενος Θάνατος της Ευρώπης»). Τον έχω παρακολουθήσει μέσα από κάποια βίντεο και εξεπλάγην που το βιβλίο του μεταφράστηκε στα ελληνικά και αυτό γιατί ως γνωστόν είναι εξαιρετικά δύσκολα να βρεις στα ελληνικά βιβλίο που ασκεί κριτική στην μαζική μετανάστευση και στην αλλοίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το αγόρασα και ξεκίνησα να το διαβάζω.
Ο Μάρεϊ έχει χαρακτηρισθεί (το λιγότερο) ένας
Ο πρωτότυπος τίτλος είναι “The Strange Death of Europe” / «Ο Παράξενος Θάνατος της Ευρώπης»). Τον έχω παρακολουθήσει μέσα από κάποια βίντεο και εξεπλάγην που το βιβλίο του μεταφράστηκε στα ελληνικά και αυτό γιατί ως γνωστόν είναι εξαιρετικά δύσκολα να βρεις στα ελληνικά βιβλίο που ασκεί κριτική στην μαζική μετανάστευση και στην αλλοίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το αγόρασα και ξεκίνησα να το διαβάζω.
Ο Μάρεϊ έχει χαρακτηρισθεί (το λιγότερο) ένας
«καταστροφολόγος» που λαχταρά την παλιά «λευκή χριστιανική Ευρώπη» (sic). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Murray – που έχει δεχθεί απειλές για την ζωή λόγω της κριτικής που ασκεί στο ισλάμ - είναι αθεϊστής, αλλά αυτοχαρακτηρίζεται ως «πολιτιστικός Χριστιανός» και «χριστιανός άθεος» καθώς πιστεύει ότι ο Χριστιανισμός είναι μια σημαντική επιρροή στους Βρετανούς και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο Murray είναι ομοφυλόφιλος.
Από την Εισαγωγή:
Η Ευρώπη αυτοκτονεί. Ή, τουλάχιστον, οι ηγέτες της έχουν αποφασίσει να την οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Εάν οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι διατεθειμένοι να τους ακολουθήσουν είναι άλλο θέμα. Όταν λέω ότι η Ευρώπη ακολουθεί μια αυτοκτονική πορεία,... εννοώ ότι ο πολιτισμός που αποκαλούμε Ευρωπαϊκός έχει μπει σε μια φάση που οδηγεί στην αυτοκτονία και ότι ούτε η Βρετανία ούτε καμία άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα μπορεί να αποφύγει αυτήν τη μοίρα γιατί όλοι μας φαίνεται να υποφέρουμε από τα ίδια συμπτώματα και παθογένειες. Ως φυσικό επακόλουθο και ως το πέρας του κύκλου ζωής της πλειονότητας των ανθρώπων που σήμερα βρίσκονται εν ζωή, η Ευρώπη δεν θα είναι Ευρώπη και οι λαοί της Ευρώπης θα έχουν χάσει το μόνο τόπο στον πλανήτη που μπορούμε να αποκαλούμε σπίτι μας.
...Η σημερινή Ευρώπη δείχνει λίγη διάθεση να επιβιώσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ή ακόμα και να αμυνθεί σε μια αντιπαράθεση. Όσοι ασκούν εξουσία φαίνεται να είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα είχε και μεγάλη σημασία αν οι λαοί και η κουλτούρα της Ευρώπης παραδίδονταν στον κόσμο. Ορισμένοι από αυτούς έχουν σαφώς αποφασίσει (όπως έγραψε ο Bertold Brecht στο ποίημά του «Η Λύση», το 1953) να διαλύσουν το λαό και να διορίσουν έναν άλλο καθώς, όπως πρόσφατα το έθεσε ο Συντηρητικός πρώην Πρωθυπουργός της Σουηδίας, Fredrik Reinfeldt, χώρες όπως η δική του το μόνο που παράγουν είναι «βαρβαρότητα», ενώ καλά πράγματα έρχονται μόνο από την αλλοδαπή. [Στον παραπάνω στίχο από το ποίημα του «Η Λύση», ο Μπρεχτ σατίριζε τη δήλωση του Γραμματέα της Ένωσης Συγγραφέων της Ανατολικής Γερμανίας ότι, μετά τη λαϊκή εξέγερση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος της 17ης Ιουνίου 1953, η κυβέρνηση είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στο λαό.]
Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αιτία για την παρούσα παθογένεια. Η κουλτούρα που διαμορφώθηκε από τις επιρροές της χριστιανικής παράδοσης, τους Αρχαίους Έλληνες και τις ανακαλύψεις του Διαφωτισμού δεν έχει ισοπεδωθεί από το πουθενά. Ωστόσο, η τελική πράξη έχει προκύψει από δύο παράλληλες διαδικασίες από τις οποίες τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να ανακάμψει.
Η πρώτη αφορά το μαζικό κύμα ανθρώπων προς την Ευρώπη. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε σε όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Σύντομα η Ευρώπη εθίστηκε στη μετανάστευση και αδυνατούσε πλέον να αναχαιτίσει το μεταναστευτικό ρεύμα ακόμα και αν το επιθυμούσε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το στοιχείο που συγκροτούσε την Ευρώπη -το σπίτι των ευρωπαϊκών λαών- σταδιακά μετατράπηκε σε σπίτι ολόκληρου του πλανήτη. Περιοχές που ήταν ευρωπαϊκές σταδιακά κατέληξαν να θυμίζουν κάτι διαφορετικό, καθώς συνοικίες στις οποίες υπερτερούσαν αριθμητικά Πακιστανοί μετανάστες έμοιαζαν με τη χώρα του Πακιστάν σε όλα εκτός από την τοποθεσία, με τους νεοαφιχθέντες και τα παιδιά τους να ακολουθούν τις διατροφικές συνήθειες της χώρας τους, να μιλούν τη δική τους γλώσσα και να διατηρούν τη θρησκεία τους. Δρόμοι στις παγωμένες και υγρές πόλεις της βόρειας Ευρώπης γέμιζαν από ανθρώπους με φορεσιές που προορίζονταν για τις βουνοκορφές του Πακιστάν ή τις αμμοθύελλες της Αραβίας. «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται», διατείνονταν ορισμένοι σχολιαστές με κάποια δόση ειρωνείας. Ωστόσο, ενώ οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες είχαν εκπαραθυρωθεί, αυτές οι νέες αποικίες στην Ευρώπη προφανώς σκόπευαν να ριζώσουν.
Από την Εισαγωγή:
Η Ευρώπη αυτοκτονεί. Ή, τουλάχιστον, οι ηγέτες της έχουν αποφασίσει να την οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Εάν οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι διατεθειμένοι να τους ακολουθήσουν είναι άλλο θέμα. Όταν λέω ότι η Ευρώπη ακολουθεί μια αυτοκτονική πορεία,... εννοώ ότι ο πολιτισμός που αποκαλούμε Ευρωπαϊκός έχει μπει σε μια φάση που οδηγεί στην αυτοκτονία και ότι ούτε η Βρετανία ούτε καμία άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα μπορεί να αποφύγει αυτήν τη μοίρα γιατί όλοι μας φαίνεται να υποφέρουμε από τα ίδια συμπτώματα και παθογένειες. Ως φυσικό επακόλουθο και ως το πέρας του κύκλου ζωής της πλειονότητας των ανθρώπων που σήμερα βρίσκονται εν ζωή, η Ευρώπη δεν θα είναι Ευρώπη και οι λαοί της Ευρώπης θα έχουν χάσει το μόνο τόπο στον πλανήτη που μπορούμε να αποκαλούμε σπίτι μας.
...Η σημερινή Ευρώπη δείχνει λίγη διάθεση να επιβιώσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ή ακόμα και να αμυνθεί σε μια αντιπαράθεση. Όσοι ασκούν εξουσία φαίνεται να είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα είχε και μεγάλη σημασία αν οι λαοί και η κουλτούρα της Ευρώπης παραδίδονταν στον κόσμο. Ορισμένοι από αυτούς έχουν σαφώς αποφασίσει (όπως έγραψε ο Bertold Brecht στο ποίημά του «Η Λύση», το 1953) να διαλύσουν το λαό και να διορίσουν έναν άλλο καθώς, όπως πρόσφατα το έθεσε ο Συντηρητικός πρώην Πρωθυπουργός της Σουηδίας, Fredrik Reinfeldt, χώρες όπως η δική του το μόνο που παράγουν είναι «βαρβαρότητα», ενώ καλά πράγματα έρχονται μόνο από την αλλοδαπή. [Στον παραπάνω στίχο από το ποίημα του «Η Λύση», ο Μπρεχτ σατίριζε τη δήλωση του Γραμματέα της Ένωσης Συγγραφέων της Ανατολικής Γερμανίας ότι, μετά τη λαϊκή εξέγερση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος της 17ης Ιουνίου 1953, η κυβέρνηση είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στο λαό.]
Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αιτία για την παρούσα παθογένεια. Η κουλτούρα που διαμορφώθηκε από τις επιρροές της χριστιανικής παράδοσης, τους Αρχαίους Έλληνες και τις ανακαλύψεις του Διαφωτισμού δεν έχει ισοπεδωθεί από το πουθενά. Ωστόσο, η τελική πράξη έχει προκύψει από δύο παράλληλες διαδικασίες από τις οποίες τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να ανακάμψει.
Η πρώτη αφορά το μαζικό κύμα ανθρώπων προς την Ευρώπη. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε σε όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Σύντομα η Ευρώπη εθίστηκε στη μετανάστευση και αδυνατούσε πλέον να αναχαιτίσει το μεταναστευτικό ρεύμα ακόμα και αν το επιθυμούσε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το στοιχείο που συγκροτούσε την Ευρώπη -το σπίτι των ευρωπαϊκών λαών- σταδιακά μετατράπηκε σε σπίτι ολόκληρου του πλανήτη. Περιοχές που ήταν ευρωπαϊκές σταδιακά κατέληξαν να θυμίζουν κάτι διαφορετικό, καθώς συνοικίες στις οποίες υπερτερούσαν αριθμητικά Πακιστανοί μετανάστες έμοιαζαν με τη χώρα του Πακιστάν σε όλα εκτός από την τοποθεσία, με τους νεοαφιχθέντες και τα παιδιά τους να ακολουθούν τις διατροφικές συνήθειες της χώρας τους, να μιλούν τη δική τους γλώσσα και να διατηρούν τη θρησκεία τους. Δρόμοι στις παγωμένες και υγρές πόλεις της βόρειας Ευρώπης γέμιζαν από ανθρώπους με φορεσιές που προορίζονταν για τις βουνοκορφές του Πακιστάν ή τις αμμοθύελλες της Αραβίας. «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται», διατείνονταν ορισμένοι σχολιαστές με κάποια δόση ειρωνείας. Ωστόσο, ενώ οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες είχαν εκπαραθυρωθεί, αυτές οι νέες αποικίες στην Ευρώπη προφανώς σκόπευαν να ριζώσουν.
Οι Ευρωπαίοι έβρισκαν διαρκώς τρόπους να προσποιούνται ότι αυτό το σχήμα θα είχε αποτέλεσμα. Παραδείγματος χάριν, με το να επιμένουν ότι αυτού του τύπου η μετανάστευση ήταν φυσιολογική, ή ότι αν η ενσωμάτωση των μεταναστών δεν ευοδωνόταν με την πρώτη γενιά αυτό θα συνέβαινε με τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους ή με τα δισέγγονά τους. Ή με το επιχείρημα ότι δεν είχε σημασία αν αυτά τα άτομα θα ενσωματώνονταν. Συνεχώς αποφεύγαμε να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη πιθανότητα ότι το σύστημα δεν θα είχε αποτέλεσμα. Η μεταναστευτική κρίση των τελευταίων ετών έχει ενισχύσει τη βαρύτητα αυτού του συμπεράσματος.
Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή στο γεγονός ότι η μαζική μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη δεν θα σήμαινε το τέλος της ηπείρου, εφόσον την ίδια περίοδο η Ευρώπη δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη στα πιστεύω της, στις παραδόσεις της και στη νομιμοποίησή της. Άπειροι παράγοντες έχουν συντελέσει σε αυτή την εξέλιξη, ωστόσο εκείνος που ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Δυτικοευρωπαίοι έχουν χάσει αυτό που ο Ισπανός φιλόσοφος Miguel de Unamuno αποκάλεσε «το τραγικό στοιχείο της ζωής». ...Όλα όσα εκτιμούμε, ακόμα και οι μεγαλύτεροι και σπουδαιότεροι πολιτισμοί της Ιστορίας, μπορούν να εξαφανιστούν από λαούς που είναι ανάξιοι να τα υπερασπιστούν. Εκτός από τον προφανή τρόπο, δηλαδή το να αγνοούμε απλώς τη διάσταση του τραγικού στοιχείου στη ζωή, ένας άλλος τρόπος είναι να το απωθούμε επικαλούμενοι τη μη αντιστρέψιμη δυναμική της ανθρώπινης προόδου. Αυτή η τακτική παραμένει προς το παρόν η πιο δημοφιλής μέθοδος.
Ωστόσο,… η Ευρώπη στις μέρες μας, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη ήπειρο, ή κουλτούρα, διακατέχεται από ενοχές για το παρελθόν της. Παράλληλα με αυτήν την εκδοχή αυτομαστιγώματος υπάρχει και μια άλλη, πιο εσωστρεφής παραλλαγή του ενοχικού συμπλέγματος. Αυτή εστιάζεται στο ότι η Ευρώπη διακατέχεται από μια υπαρξιακή κόπωση και από μια αίσθηση ότι ίσως ο ιστορικός της κύκλος έχει κλείσει, συνεπώς, ένα νέο ιστορικό αφήγημα πρέπει να επινοηθεί ή να του δοθεί η ευκαιρία να ξεκινήσει. Η μαζική μετανάστευση -η αντικατάσταση σημαντικών στρωμάτων Ευρωπαίων πολιτών με άλλους λαούς- αποτελεί την κεντρική ιδέα για τη δημιουργία αυτού του αφηγήματος.
Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή στο γεγονός ότι η μαζική μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη δεν θα σήμαινε το τέλος της ηπείρου, εφόσον την ίδια περίοδο η Ευρώπη δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη στα πιστεύω της, στις παραδόσεις της και στη νομιμοποίησή της. Άπειροι παράγοντες έχουν συντελέσει σε αυτή την εξέλιξη, ωστόσο εκείνος που ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Δυτικοευρωπαίοι έχουν χάσει αυτό που ο Ισπανός φιλόσοφος Miguel de Unamuno αποκάλεσε «το τραγικό στοιχείο της ζωής». ...Όλα όσα εκτιμούμε, ακόμα και οι μεγαλύτεροι και σπουδαιότεροι πολιτισμοί της Ιστορίας, μπορούν να εξαφανιστούν από λαούς που είναι ανάξιοι να τα υπερασπιστούν. Εκτός από τον προφανή τρόπο, δηλαδή το να αγνοούμε απλώς τη διάσταση του τραγικού στοιχείου στη ζωή, ένας άλλος τρόπος είναι να το απωθούμε επικαλούμενοι τη μη αντιστρέψιμη δυναμική της ανθρώπινης προόδου. Αυτή η τακτική παραμένει προς το παρόν η πιο δημοφιλής μέθοδος.
Ωστόσο,… η Ευρώπη στις μέρες μας, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη ήπειρο, ή κουλτούρα, διακατέχεται από ενοχές για το παρελθόν της. Παράλληλα με αυτήν την εκδοχή αυτομαστιγώματος υπάρχει και μια άλλη, πιο εσωστρεφής παραλλαγή του ενοχικού συμπλέγματος. Αυτή εστιάζεται στο ότι η Ευρώπη διακατέχεται από μια υπαρξιακή κόπωση και από μια αίσθηση ότι ίσως ο ιστορικός της κύκλος έχει κλείσει, συνεπώς, ένα νέο ιστορικό αφήγημα πρέπει να επινοηθεί ή να του δοθεί η ευκαιρία να ξεκινήσει. Η μαζική μετανάστευση -η αντικατάσταση σημαντικών στρωμάτων Ευρωπαίων πολιτών με άλλους λαούς- αποτελεί την κεντρική ιδέα για τη δημιουργία αυτού του αφηγήματος.
Αν υπήρχε τρόπος μα συζητηθούν αυτά τα θέματα ίσως να είχε βρεθεί κάποια λύση. Όμως τόσο η σκέψη όσο και ο διάλογος για αυτό το θέμα είναι περιχαρακωμένα. Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Άνγκελα Μέρκελ ρώρησε τον Mark Zuckerberg τιθα μπορούσε να γίνει ώστε να σταματήσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες να γράφουν στο Facebook επικριτικά σχόλια για την μεταναστευτική της πολιτική. "Ασχολείσαι με το θέμα;" τον ρώτησε κι εκείνος την διαβεβαίωσε ότι ασχολιόταν..
Με μικρές παραλλαγές, τις τελευταίες δεκαετίες, η ίδια ιστορία εκτυλίχτηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι χώρες επέτρεψαν, και κατόπιν ενθάρρυναν, ξένους εργάτες να εισέλθουν στις χώρες τους. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η Δυτική Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία και το Βέλγιο, μεταξύ άλλων, υιοθέτησαν την πολιτική των «επισκεπτών εργατών» για την κάλυψη ελλείψεων στην αγορά εργασίας. Αυτή η πολιτική των «gastarbeiter», όπως έγινε γνωστή στη Γερμανία, αντλούσε εργάτες από παρόμοιες χώρες.
Στην περίπτωση της Γερμανίας οι εργάτες προέρχονταν, σε μεγάλο βαθμό, από την Τουρκία, κυρίως μετά την εργασιακή συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας το 1961. Στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, η προέλευση ξένων εργατών ήταν από την Τουρκία, αλλά και από χώρες της βόρειας Αφρικής, καθώς και από χώρες που αποτελούσαν πρώην αποικίες τους. Ενώ μέρος αυτής της εισροής ξένων στην Ευρώπη θα κάλυπτε ελλείψεις, κυρίως σε ανειδίκευτους στο βιομηχανικό κλάδο, ένα άλλο μέρος των μεταναστών ήταν αποτέλεσμα του τέλους της αποικιοκρατίας.
Το δέκατο ένατο αιώνα η Γαλλία είχε καταλάβει τη βόρεια Αφρική και αποίκησε ένα κομμάτι της, ενώ η Βρετανία είχε αποικίσει την Ινδική Χερσόνησο. Με το τέλος της αποικιοκρατίας, οι πρώην ευρωπαϊκές αποικιακές χώρες, αισθάνθηκαν ότι είχαν κάποια υποχρέωση απέναντι στους πρώην υποτελείς τους, οι οποίοι ο ιούς Αλγερινούς είχαν δώσει γαλλική υπηκοότητα, ώστε τουλάχιστον να έχουν προτεραιότητα στην επιλογή τους σαν «guest workers». Η αντίληψη του «the Empire strikes back» («η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται») υποδήλωνε ότι ήταν επόμενο, και ενδεχομένως και δίκαιο, στον εικοστό αιώνα άτομα από τις πρώην αποικίες να ανταπέδιδαν τη χαρά, ερχόμενοι όμως στην Ευρώπη ως πολίτες παρά ως κατακτητές…. Μέσα σε πέντε δεκαετίες αφότου είχε ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, το 2010, υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια άτομα στη Γερμανία τουρκικής καταγωγής.
Ωστόσο, αν και υπήρχαν διαφορές στις πολιτικές μετανάστευσης τη μεταπολεμική εποχή, κάθε ευρωπαϊκή χώρα είχε παρόμοια εμπειρία μιας κοντόφθαλμης πολιτικής η οποία δημιουργούσε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κάθε χώρα βρέθηκε να επιδίδεται σε ένα ατελείωτο τρέξιμο να προλάβει…και σε κάθε χώρα ο προβληματισμός μετατίθετο από δεκαετία σε δεκαετία. Καθώς οι προβλέψεις της δεκαετίας του ’50 αποδείχτηκε ότι ήταν λανθασμένες, το ίδιο επαναλήφθηκε και τις επόμενες δεκαετίες. …
Πώς πιαστήκαμε στα γρανάζια της μετανάστευσης
Με μικρές παραλλαγές, τις τελευταίες δεκαετίες, η ίδια ιστορία εκτυλίχτηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι χώρες επέτρεψαν, και κατόπιν ενθάρρυναν, ξένους εργάτες να εισέλθουν στις χώρες τους. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η Δυτική Γερμανία, η Σουηδία, η Ολλανδία και το Βέλγιο, μεταξύ άλλων, υιοθέτησαν την πολιτική των «επισκεπτών εργατών» για την κάλυψη ελλείψεων στην αγορά εργασίας. Αυτή η πολιτική των «gastarbeiter», όπως έγινε γνωστή στη Γερμανία, αντλούσε εργάτες από παρόμοιες χώρες.
Στην περίπτωση της Γερμανίας οι εργάτες προέρχονταν, σε μεγάλο βαθμό, από την Τουρκία, κυρίως μετά την εργασιακή συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας το 1961. Στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, η προέλευση ξένων εργατών ήταν από την Τουρκία, αλλά και από χώρες της βόρειας Αφρικής, καθώς και από χώρες που αποτελούσαν πρώην αποικίες τους. Ενώ μέρος αυτής της εισροής ξένων στην Ευρώπη θα κάλυπτε ελλείψεις, κυρίως σε ανειδίκευτους στο βιομηχανικό κλάδο, ένα άλλο μέρος των μεταναστών ήταν αποτέλεσμα του τέλους της αποικιοκρατίας.
Το δέκατο ένατο αιώνα η Γαλλία είχε καταλάβει τη βόρεια Αφρική και αποίκησε ένα κομμάτι της, ενώ η Βρετανία είχε αποικίσει την Ινδική Χερσόνησο. Με το τέλος της αποικιοκρατίας, οι πρώην ευρωπαϊκές αποικιακές χώρες, αισθάνθηκαν ότι είχαν κάποια υποχρέωση απέναντι στους πρώην υποτελείς τους, οι οποίοι ο ιούς Αλγερινούς είχαν δώσει γαλλική υπηκοότητα, ώστε τουλάχιστον να έχουν προτεραιότητα στην επιλογή τους σαν «guest workers». Η αντίληψη του «the Empire strikes back» («η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται») υποδήλωνε ότι ήταν επόμενο, και ενδεχομένως και δίκαιο, στον εικοστό αιώνα άτομα από τις πρώην αποικίες να ανταπέδιδαν τη χαρά, ερχόμενοι όμως στην Ευρώπη ως πολίτες παρά ως κατακτητές…. Μέσα σε πέντε δεκαετίες αφότου είχε ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, το 2010, υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια άτομα στη Γερμανία τουρκικής καταγωγής.
Ωστόσο, αν και υπήρχαν διαφορές στις πολιτικές μετανάστευσης τη μεταπολεμική εποχή, κάθε ευρωπαϊκή χώρα είχε παρόμοια εμπειρία μιας κοντόφθαλμης πολιτικής η οποία δημιουργούσε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κάθε χώρα βρέθηκε να επιδίδεται σε ένα ατελείωτο τρέξιμο να προλάβει…και σε κάθε χώρα ο προβληματισμός μετατίθετο από δεκαετία σε δεκαετία. Καθώς οι προβλέψεις της δεκαετίας του ’50 αποδείχτηκε ότι ήταν λανθασμένες, το ίδιο επαναλήφθηκε και τις επόμενες δεκαετίες. …
Σε αντίδραση στις ανησυχίες του κοινού, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα της εξουσίας όλων των πολιτικών αποχρώσεων έκαναν κουβέντα για τον έλεγχο στη μετανάστευση - σε σημείο πολλές φορές να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος είχε τις σκληρότερες απόψεις σ’ αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, με το πέρας το χρόνου άρχισε να διαφαίνεται ότι αυτό αποτελούσε απλώς ένα εκλογικό τέχνασμα... Γι’ αυτόν το λόγο η κύρια αντίδραση στη διαμορφούμενη πραγματικότητα άρχισε να παίρνει τη μορφή μιας απαξίωσης απέναντι σε εκείνους που εξέφραζαν οποιαδήποτε ανησυχία για την κατάσταση, ακόμα κι αν αυτοί αντανακλούσαν τις απόψεις της κοινής γνώμης. Οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ, αντί να καταπιάνονται με τους προβληματισμούς του κοινού, άρχισαν να εκσφενδονίζουν κατηγορίες κατά του κοινού. Αυτό γινόταν όχι μόνο κατηγορώντας τον κόσμο για «ρατσισμό» και μισαλλοδοξία, αλλά επίσης με … και με την απαίτηση (της πολιτικής τάξης) ότι το κοινό απλώς έπρεπε «να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση».
Σε ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ας πάψουμε να ασχολούμαστε με τη μετανάστευση αλλά να φυτέψουμε το σπόρο της μετανάστευσης», ο Boris Johnson, ο τότε Συντηρητικός Δήμαρχος του Λονδίνου,… είπε: «ΙΙρέπει να πάψουμε να μοιρολογούμε για τη διάρρηξη του του φράγματος. Είναι πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε τώρα εκτός από το να καταστήσουμε τη διαδικασία ενσωμάτωσης όσο γίνεται πιο εύπεπτη». Ο Sunder Katwala, του αριστερού think tank «British Future»,… είπε: «Αυτοί είμαστε και αυτό δεν είναι αντιστρέψιμο».
Υπάρχει κάτι το ψυχρό στο ύφος αυτών των δηλώσεων και κυρίως η απουσία κάποιας ευαισθησίας ότι ενδεχομένως να υπήρχαν κάπου εκεί ορισμένοι άνθρωποι που δεν ήταν διατεθειμένοι απλώς «να χωνέψουν» το ότι δεν τους αρέσει η αλλοίωση της κοινωνίας τους και ότι ποτέ δεν απαίτησαν κάτι τέτοιο. Πράγματι, φαίνεται ότι ούτε ο Boris Johnson ούτε ο Katawla δεν διερωτήθηκαν ποτέ ότι υπήρχαν και εκείνοι που θα αισθάνονταν αγανάκτηση για το γεγονός ότι όλα τα κόμματα εξουσίας εδώ και χρόνια έπαιρναν αποφάσεις διαμετρικά αντίθετες από την κοινή γνώμη. Τουλάχιστον, κανένας από τους δύο δεν διερωτήθηκε αν σ’ αυτά που έλεγε υπήρχε κάτι βαθύτατα αντι-δημοκρατικό, όχι μόνο επειδή υποδηλώνει κάτι το τετελεσμένο σε ένα υπό εξέλιξη ζήτημα, αλλά επίσης γιατί μαρτυρά ένα ύφος που συνήθως παρατηρούμε όταν απευθύνονται σε κάποιες ρεβανσιστικές μειονότητες παρά προς την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Το μήνα που έγιναν εκείνες οι δηλώσεις περί «να το χωνέψουμε», μια δημοσκόπηση της You-Gov έδειχνε ότι 67 τοις εκατό των Βρετανών πίστευε ότι η μετανάστευση της τελευταίας δεκαετίας ήταν «αρνητική για τη Βρετανία». Μόνο το 11 τοις εκατό θεωρούσε ότι ήταν «θετική». Τα ποσοστά έδειχναν ότι οι αρνητικές γνώμες πλειοψηφούσαν και στα τρία μεγάλα κόμματα. Αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν το ίδιο πράγμα. Πέρα από το κοινό που κατέτασσε συνεχώς τη μετανάστευση ως μέγιστη μέριμνά του, μια πλειονότητα Βρετανών ψηφοφόρων συστηματικά περιέγραφε τη μετανάστευση ως μια κατάσταση που προκαλούσε αρνητικές επιπτώσεις στις δημοτικές υπηρεσίες και στο οικιστικό, επιφέροντας συνωστισμό, βλάπτοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα του έθνους.
Το 2012 οι ηγέτες όλων των μεγάλων κομμάτων παραδέχονταν, ότι οι πολίτες «πρέπει να αποδεχτούν αυτή την κατάσταση»… Δεν είναι όμως μόνο η πολιτική τάξη που είναι ανήμπορη να μιλήσει για τις ανησυχίες της πλειονότητας των πολιτών. Σε τηλεοπτική συζήτηση που έκανε μετά την απογραφή του 2011, η ναυαρχίδα του BBC, η ενημερωτική εκπομπή News-night, για το θέμα, στην οποία τα τρία τέταρτα των παρευρισκομένων ήταν απόλυτα ικανοποιημένα με τις εξελίξεις και δεν έβλεπαν κανένα λόγο ανησυχίας σ’ αυτά, ο φιλόσοφος A.C. Crayling, επιτυχημένος μετανάστης από τη Ζάμπια, είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να γιορτάσουμε». Η κριτικός και θεατρική συγγραφέας Bonnie Greer, επίσης επιτυχημένη μετανάστρια (από την Αμερική) συμφώνησε λέγοντας, όπως ο Boris Johnson, «δεν υπάρχει τρόπος να αναχαιτιστεί». Σε όλη τη συζήτηση επικρατούσε η σαγήνη του να «πηγαίνεις με το ρεύμα». Ίσως ο πειρασμός «να ακολουθείς το ρεύμα» είναι τόσο ισχυρός ο' αυτό το ζήτημα διότι, αν δεν συμβαδίζεις με την επικρατούσα άποψη, το κόστος είναι απαγορευτικό. Αν πέσεις έξω σε μια συζήτηση σχετικά με τον προϋπολογισμό, θα κατηγορηθείς για ασχετοσύνη στα οικονομικά ή για κακή ερμηνεία της αντίληψης της κοινής γνώμης. Αν συμφωνήσεις όμως με την αντίληψη της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, πολύ περισσότερο αν μιλήσεις εξ ονόματος της, στο ζήτημα της μετανάστευσης διακυβεύεται η υπόληψή σου, η καριέρα σου, ο επιούσιός σου..
ΠΗΓΗ : ΚΟ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ:Α.Τ.
Σε ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ας πάψουμε να ασχολούμαστε με τη μετανάστευση αλλά να φυτέψουμε το σπόρο της μετανάστευσης», ο Boris Johnson, ο τότε Συντηρητικός Δήμαρχος του Λονδίνου,… είπε: «ΙΙρέπει να πάψουμε να μοιρολογούμε για τη διάρρηξη του του φράγματος. Είναι πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε τώρα εκτός από το να καταστήσουμε τη διαδικασία ενσωμάτωσης όσο γίνεται πιο εύπεπτη». Ο Sunder Katwala, του αριστερού think tank «British Future»,… είπε: «Αυτοί είμαστε και αυτό δεν είναι αντιστρέψιμο».
Υπάρχει κάτι το ψυχρό στο ύφος αυτών των δηλώσεων και κυρίως η απουσία κάποιας ευαισθησίας ότι ενδεχομένως να υπήρχαν κάπου εκεί ορισμένοι άνθρωποι που δεν ήταν διατεθειμένοι απλώς «να χωνέψουν» το ότι δεν τους αρέσει η αλλοίωση της κοινωνίας τους και ότι ποτέ δεν απαίτησαν κάτι τέτοιο. Πράγματι, φαίνεται ότι ούτε ο Boris Johnson ούτε ο Katawla δεν διερωτήθηκαν ποτέ ότι υπήρχαν και εκείνοι που θα αισθάνονταν αγανάκτηση για το γεγονός ότι όλα τα κόμματα εξουσίας εδώ και χρόνια έπαιρναν αποφάσεις διαμετρικά αντίθετες από την κοινή γνώμη. Τουλάχιστον, κανένας από τους δύο δεν διερωτήθηκε αν σ’ αυτά που έλεγε υπήρχε κάτι βαθύτατα αντι-δημοκρατικό, όχι μόνο επειδή υποδηλώνει κάτι το τετελεσμένο σε ένα υπό εξέλιξη ζήτημα, αλλά επίσης γιατί μαρτυρά ένα ύφος που συνήθως παρατηρούμε όταν απευθύνονται σε κάποιες ρεβανσιστικές μειονότητες παρά προς την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Το μήνα που έγιναν εκείνες οι δηλώσεις περί «να το χωνέψουμε», μια δημοσκόπηση της You-Gov έδειχνε ότι 67 τοις εκατό των Βρετανών πίστευε ότι η μετανάστευση της τελευταίας δεκαετίας ήταν «αρνητική για τη Βρετανία». Μόνο το 11 τοις εκατό θεωρούσε ότι ήταν «θετική». Τα ποσοστά έδειχναν ότι οι αρνητικές γνώμες πλειοψηφούσαν και στα τρία μεγάλα κόμματα. Αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν το ίδιο πράγμα. Πέρα από το κοινό που κατέτασσε συνεχώς τη μετανάστευση ως μέγιστη μέριμνά του, μια πλειονότητα Βρετανών ψηφοφόρων συστηματικά περιέγραφε τη μετανάστευση ως μια κατάσταση που προκαλούσε αρνητικές επιπτώσεις στις δημοτικές υπηρεσίες και στο οικιστικό, επιφέροντας συνωστισμό, βλάπτοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα του έθνους.
Το 2012 οι ηγέτες όλων των μεγάλων κομμάτων παραδέχονταν, ότι οι πολίτες «πρέπει να αποδεχτούν αυτή την κατάσταση»… Δεν είναι όμως μόνο η πολιτική τάξη που είναι ανήμπορη να μιλήσει για τις ανησυχίες της πλειονότητας των πολιτών. Σε τηλεοπτική συζήτηση που έκανε μετά την απογραφή του 2011, η ναυαρχίδα του BBC, η ενημερωτική εκπομπή News-night, για το θέμα, στην οποία τα τρία τέταρτα των παρευρισκομένων ήταν απόλυτα ικανοποιημένα με τις εξελίξεις και δεν έβλεπαν κανένα λόγο ανησυχίας σ’ αυτά, ο φιλόσοφος A.C. Crayling, επιτυχημένος μετανάστης από τη Ζάμπια, είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να γιορτάσουμε». Η κριτικός και θεατρική συγγραφέας Bonnie Greer, επίσης επιτυχημένη μετανάστρια (από την Αμερική) συμφώνησε λέγοντας, όπως ο Boris Johnson, «δεν υπάρχει τρόπος να αναχαιτιστεί». Σε όλη τη συζήτηση επικρατούσε η σαγήνη του να «πηγαίνεις με το ρεύμα». Ίσως ο πειρασμός «να ακολουθείς το ρεύμα» είναι τόσο ισχυρός ο' αυτό το ζήτημα διότι, αν δεν συμβαδίζεις με την επικρατούσα άποψη, το κόστος είναι απαγορευτικό. Αν πέσεις έξω σε μια συζήτηση σχετικά με τον προϋπολογισμό, θα κατηγορηθείς για ασχετοσύνη στα οικονομικά ή για κακή ερμηνεία της αντίληψης της κοινής γνώμης. Αν συμφωνήσεις όμως με την αντίληψη της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, πολύ περισσότερο αν μιλήσεις εξ ονόματος της, στο ζήτημα της μετανάστευσης διακυβεύεται η υπόληψή σου, η καριέρα σου, ο επιούσιός σου..
ΠΗΓΗ : ΚΟ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ:Α.Τ.