Τα δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν
μεταμορφωθεί εν συγκρίσει με τις παλαιότερες μορφές τους. Ενώ ο
παλαιότερος κοινοβουλευτισμός στηριζόταν στη διαμάχη των κομμάτων με
βάση προγράμματα που μπορούσαν να δοκιμασθούν στη βάσανο του
κοινοβουλίου, η νεότερη μορφή του έχει παρακάμψει το κοινοβούλιο
προς όφελος των οικονομικών κέντρων, τα οποία λαμβάνουν ουσιαστικά τις
αποφάσεις και διαμορφώνουν τους νόμους και το δίκαιο.
Η μετάθεση αυτή εξουσίας σε εξωκοινοβουλευτικά κέντρα συνιστά την
ουσιώδη κρίση ή μάλλον την αποτυχία του κοινοβουλευτισμού στην εποχή του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού: οι
αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των κοινοβουλίων από τις αγορές, τις
τράπεζες, τους τεχνοκράτες, τους γραφειοκράτες, το χρηματοπιστωτικό
σύστημα, τα πανίσχυρα ΜΜΕ, και επιβάλλονται στις πολιτικές εξουσίες, όχι
τόσο λόγω αδυναμίας των τελευταίων όσο ανικανότητας και απροθυμίας τους
να αντιπαρατεθούν στα νεοφιλελεύθερα συμφέροντα.
Οι πολιτικές ελίτ συνεργάσθηκαν και συνεργάζονται με τις αγορές, τις
τράπεζες και τις επιχειρήσεις με πολιτικές αποφάσεις και νόμους για την
επιβολή του νέου εξωκοινοβουλευτικού μοντέλου.
Ο κοινοβουλευτισμός έφθασε στα όριά του, εξάντλησε τις δυνατότητές
του.
Το επείγον ζήτημα είναι να επανέλθει η εξουσία στην κοινωνία, στον Δήμο. Ο δρόμος αυτός είναι επίπονος, διότι απαιτεί τη μεταμόρφωση των
ψηφοφόρων-οπαδών σε ενεργούς πολίτες, σε συνειδητοποιημένα πολιτικά
υποκείμενα, σε δημιουργούς πολιτικής. Αντιθέτως, ο δρόμος της ολιγαρχίας
είναι εύκολος, είναι ο δρόμος της παραίτησης και της ανάθεσης των
υποθέσεων στα κόμματα, είναι ο δρόμος της πολιτικής αλλοτρίωσης που
οδήγησε στην μεταλλαγή του κοινοβουλευτισμού στη σημερινή αυταρχική
μορφή.