[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 20 Αυγούστου 2013]
Τα δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν
μεταμορφωθεί εν συγκρίσει με τις παλαιότερες μορφές τους. Ενώ ο
παλαιότερος κοινοβουλευτισμός στηριζόταν στη διαμάχη των κομμάτων με
βάση προγράμματα που μπορούσαν να δοκιμασθούν στη βάσανο του
κοινοβουλίου, η νεότερη μορφή του έχει παρακάμψει το κοινοβούλιο
προς όφελος των οικονομικών κέντρων, τα οποία λαμβάνουν ουσιαστικά τις
αποφάσεις και διαμορφώνουν τους νόμους και το δίκαιο.
Η μετάθεση αυτή εξουσίας σε εξωκοινοβουλευτικά κέντρα συνιστά την
ουσιώδη κρίση ή μάλλον την αποτυχία του κοινοβουλευτισμού στην εποχή του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού: οι
αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των κοινοβουλίων από τις αγορές, τις
τράπεζες, τους τεχνοκράτες, τους γραφειοκράτες, το χρηματοπιστωτικό
σύστημα, τα πανίσχυρα ΜΜΕ, και επιβάλλονται στις πολιτικές εξουσίες, όχι
τόσο λόγω αδυναμίας των τελευταίων όσο ανικανότητας και απροθυμίας τους
να αντιπαρατεθούν στα νεοφιλελεύθερα συμφέροντα.
Οι πολιτικές ελίτ συνεργάσθηκαν και συνεργάζονται με τις αγορές, τις
τράπεζες και τις επιχειρήσεις με πολιτικές αποφάσεις και νόμους για την
επιβολή του νέου εξωκοινοβουλευτικού μοντέλου.
Αυτά δεν ισχύουν μόνο για τις πτωχευμένες χώρες, όπως η Ελλάς, στις
οποίες η αδυναμία αποφάσεων από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα
κοινοβούλια είναι καταφανής, λόγω κηδεμονίας ΔΝΤ και ΕΚΤ, αλλά για όλες
τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες Ευρώπης και Αμερικής.
-
Αυτό λοιπόν το σύστημα μπορεί να ονομασθεί μετακοινοβουλευτικό, και
όχι «μεταδημοκρατία», όπως γράφεται τελευταίως, κατόπιν εισηγήσεως
του όρου αυτού από τον κοινωνιολόγο Κόλιν Κράουτς. Ο όρος
«μεταδημοκρατία» είναι εντελώς ακατάλληλος, διότι προϋποθέτει ότι
πριν υπήρχε δημοκρατία, πράγμα που είναι λανθασμένο.
-
Ο κοινοβουλευτισμός ποτέ δεν ήταν δημοκρατία. Η κατάρρευση της
κληρονομικής μοναρχίας, η «αντιπροσώπευση», οι εκλογές, τα κόμματα,
η εναλλαγή κυβερνήσεων, οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα
δικαιώματα είναι μεν σημαντικώτατες κατακτήσεις σε σχέση με τον
Μεσαίωνα του απολυταρχισμού και της θεοκρατίας, δεν συνιστούν όμως
δημοκρατικό πολίτευμα.
Ο λόγος είναι απλός: στον κοινοβουλευτισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται και
οι νόμοι θεσπίζονται όχι από τους πολλούς, από τον «λαό», αλλά ερήμην
του από την πολιτική και οικονομική ελίτ, από τους ολίγους. Είναι γι’
αυτόν τον λόγο καθαρή ολιγαρχία, φιλελεύθερη ολιγαρχία. Το ίδιο
συμβαίνει και στον μετακοινοβουλευτισμό που είναι νεοφιλελεύθερη
ολιγαρχία. Και στις δύο περιπτώσεις τα κόμματα, τα βασικά στηρίγματα του
κοινοβουλευτισμού, αντιμετώπιζαν τα άτομα όχι ως πολιτικά υποκείμενα,
αλλά ως αντικείμενα, ψηφοφόρους και οπαδούς, διότι ο ρόλος που
επιφυλάσσουν στα άτομα δεν είναι να σκέπτονται ούτε να αποφασίζουν ούτε
να δρούν, αλλά να υπακούουν, να χειροκροτούν και να ψηφίζουν.
Το ζήτημα συνεπώς που τίθεται μέσα στις νέες συνθήκες του
μετακοινοβουλευτισμού είναι τι μπορεί να γίνει για την
άμεση συμμετοχή των
ανθρώπων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δημιουργία
δικαίου, στον έλεγχο της εξουσίας, με άλλα λόγια τι μπορεί να γίνει για
την επίτευξη ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό το βασικό ζήτημα
συγκαλύπτεται τόσο από τις εξουσιαστικές ελίτ - πολιτικές, οικονομικές,
μιντιακές - όσο και από διανοουμένους τύπου Χάμπερμας και Κράουτς.
Οι τελευταίοι, στην καλύτερη περίπτωση, προτείνουν μία βελτιωμένη μορφή
κοινοβουλευτισμού με μια αόριστη και ακαθόριστη συμμετοχή των ατόμων. Η
προοπτική αυτή είναι
αδιέξοδη, αφού ο κοινοβουλευτισμός επέτρεψε την μετεξέλιξή του σε
μετακοινοβουλευτισμό. Ο κύριος λόγος για τη μετεξέλιξη αυτή ήταν η
απουσία της κοινωνίας από
την εξουσία και από τον έλεγχό της. Επομένως η υποστήριξη κάποιου
κόμματος με την πίστη πως αυτό θα επιτρέψει την ίδρυση «υγιούς»
κοινοβουλευτισμού και θα επαναφέρει την εξουσία στο κοινοβούλιο είναι
αποπροσανατολιστική και σισύφεια.
Ο κοινοβουλευτισμός έφθασε στα όριά του, εξάντλησε τις δυνατότητές
του.
Το επείγον ζήτημα είναι να επανέλθει η εξουσία στην κοινωνία, στον
δήμο. Ο δρόμος αυτός είναι επίπονος, διότι απαιτεί τη μεταμόρφωση των
ψηφοφόρων-οπαδών σε ενεργούς πολίτες, σε συνειδητοποιημένα πολιτικά
υποκείμενα, σε δημιουργούς πολιτικής. Αντιθέτως, ο δρόμος της ολιγαρχίας
είναι εύκολος, είναι ο δρόμος της παραίτησης και της ανάθεσης των
υποθέσεων στα κόμματα, είναι ο δρόμος της πολιτικής αλλοτρίωσης που
οδήγησε στην μεταλλαγή του κοινοβουλευτισμού στη σημερινή αυταρχική
μορφή.
Οι παραπάνω διευκρίσεις δεν αφορούν μόνο την ορολογική και
πραγματολογική αποκατάσταση, αλλά έχουν πολιτικό νόημα, καθορίζουν τον
ατομικό προσανατολισμό και την πολιτική πρακτική.
-
Εάν πιστεύεις πως ο κοινοβουλευτισμός είναι δημοκρατία, τότε το
μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αναθέτεις το μέλλον σου σε κάποιο
κόμμα με την ψήφο σου κάθε τέσσερα χρόνια και να απέρχεσαι οίκαδε.
Εάν όμως πιστεύεις πως είναι ολιγαρχία τότε καλό θα ήταν να
αγωνισθείς για τη δημοκρατία προσωπικώς, με την ψυχοσωματική σου
επένδυση, για την άμεση συμμετοχή σου. Αυτά είναι που λείπουν σήμερα
και καθιστούν τα πολιτεύματα ολιγαρχικά.
Δρ Φιλοσοφίας
Διαμόρφωση/φωτο:Α.Τ.