6 Σεπ 2017

Εκπαίδευση και Νεοφιλελευθερισμός


Η κοινωνία μας, δεν θέλει πεπαιδευμένους ανθρώπους, γιατί έχει ηγετίσκους εκπαιδευμένους στην αδιάλειπτη χρήση και κάρπωση της εξουσίας. Αυτοί οι ηγετίσκοι προσεταιρίζονται την παιδεία, για να μας εκ-παιδεύουν στην απο-ανθρωποποίησή μας και δεν επιθυμούν να είμαστε σε θέση να τους κρίνουμε, να τους ελέγχουμε ή να τους τιμωρούμε.


Ενόψει της προκρούστιας επέμβασης στην εκπαίδευση υπό το καθεστώς του ΔΝΤ, ένα επίκαιρο κείμενο του Θεόδωρου Παπαηλία. [του 2010]

Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα


ΜΕΧΡΙ το 1965, υφίσταντο στη χώρα το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (1837), το Αριστοτέλειο (1925) και το Πολυτεχνείο (1917) καθώς και ορισμένες ανώτατες σχολές (ΑΣΟΕΕ, Βιομηχανική Πειραιώς, Βιομηχανική Θεσ/κης, Γεωπονική, Πάντειος). Σταδιακά, ιδρύθηκαν τα Πανεπιστήμια Ιωαννί­νων, Πατρών, Κρήτης και μετά το 1980 ακολούθησε δημιουργία πολλών τμη­μάτων, σχολών, μετονομασίες σχολών σε Πανεπιστήμια κ.ο.κ. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα (ίδρυση Πανεπιστημίων Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος, Δυτικής Μακεδονίας κ.λπ.).

Το 1970, με δάνειο της Παγκόσμιας Τράπεζας, συστήνονται τα Κέντρα Ανω­τέρας Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (KATE),το 1977 μετονομάζονται σε (Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης) ΚΑΤΕΕ και διευρύνεται ο αριθμός τους, ενώ το 1983 σε Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Το 2001, τα τελευταία εντάσσονται στην ανώτατη εκπαίδευση. Μετά τη μεταρρύθ­μιση, το 1998, ένας κατακλυσμός τμημάτων σε ΤΕΙ αλλά και σε Πανεπιστήμια ξεσπά. Το 2005, ο αριθμός των Πανεπιστημίων ανήρχετο σε 21 διεσπαρμένα σε 36 πόλεις και με σύνολο τμημάτων 246. Στα ΤΕΙ ο αριθμός τους ανήλθε στα 16 σε 42 πόλεις και με αριθμό τμημάτων 196. Με ταχύτερους ακόμη ρυθμούς κινήθηκαν οι μεταπτυχιακές σπουδές. Το 1985 λειτούργησαν δύο, ενώ το 2005 είχαν ξεπεράσει τα 350 Προγράμματα, στα οποία ο συνολικός αριθμός των αι­τήσεων ξεπέρασε τις 90 χιλιάδες. Εάν συγκριθεί ανά κάτοικο απέχει μακράν από οιανδήποτε χώρα της υφηλίου (Παπαηλίας, 2006).

Η ροπή αυτή φαίνεται ότι πρακτικώς ανακόπτεται μετά την απόφαση της κυβέρνησης περί βάσεως εισαγωγής (το «δέκα» αποτελεί το όριο εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση).

Είναι επόμενο, μετά από αυτήν την έκρηξη δημιουργίας τμημάτων, τα Πανεπιστήμια να κινηθούν σε «τεχνολογικά» αντικείμενα και οι διαχωριστικές γραμμές από τα αντίστοιχα των ΤΕΙ να χάσουν τη σημασία τους. Οι τάσεις αυτές επιτείνονται από την κρίση στην οποία βρίσκεται η αγορά. Η αποβιομηχάνιση και τα ουσιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένοι κλάδοι δημιουργούν ή οξύνουν την ανεργία. Έτσι, αναποφεύκτως, οι σπουδές προσανατολίζονται σε πλέον εφαρμοσμένα αντικείμενα, τα οποία όμως εθεραπεύοντο μέχρι πρόσφατα από τα ΤΕΙ. Από το άλλο μέρος, η ανωτατοποϊηση των τελευταίων, το 2001, επέτεινε την σύγχυση.

Μολαταύτα οι αναδράσεις, που δημιουργεί η αγορά, δεν οξύνουν ομοιόμορ­φα τα αντανακλαστικά. Η μεσαία τάξη δεν επιτρέπει στον εαυτό της να στραφεί σε παρόμοιο προσανατολισμό (εγγραφή σε ΤΕΙ). Η μικροαστική και εργατική., έχοντας προ οφθαλμών την κοινωνική άνοδο, συνεχίζουν να στρέφονται στις πανεπιστημιακές σχολές. Έτσι ο υποψήφιος θα επιζητεί την είσοδο του, κατόπιν εισιτηρίων εξετάσεων, στην Κοινωνική Θεολογία ή στην Κοινωνιολογία κ.λπ. με συνέπεια οι βάσεις των τμημάτων αυτών να είναι υψηλότερες από αυτές του τμήματος Λογιστικής των ΤΕΙ. Μολονότι, στην πρώτη περίπτωση, η ανεργία εί­ναι βεβαία, κάτι που δεν συμβαίνει με τη δεύτερη, όπου οι δυνατότητες απασχό­λησης παραμένουν μεγάλες. Απλή ανάγνωση των βάσεων των εισακτέων ανά τμήμα και μάλιστα ανά περιοχή εξηγεί το πόσο σημαντικά η ιδεολογία αποτελεί ένα δύστηκτο μέταλλο, αφού τείνει να εγγράφεται στο γονιδίωμα, δημιουργώ­ντας αρχέτυπο. Οι γονείς και τα παιδιά προτιμούν ακριτικά τμήματα (στα πλέον δυσπρόσιτα μέρη της χώρας, Φλώρινα, Ορεστιάδα, κ.λπ.), απλά και μόνον διότι αυτά ανήκουν σε Πανεπιστήμια. Τουναντίον, τις σχολές και τα τμήματα των ΤΕΙ τα θεωρούν ως κάτι που τους θίγει κοινωνικά, μολονότι οι ευκαιρίες απασχόλη­σης προβάλλουν ευνοϊκότερες.

Τα Ποσοτικά Δεδομένα


Ο αριθμός των φοιτητών, στη μετά τη μεταπολίτευση πε­ρίοδο, ανήλθε σημαντικά. Η διόγκωση του πλήθους προήλθε κυρίως από τον τεχνολογικό τομέα. Το 1974, ο αριθμός των φοιτητών στα τότε Κέντρα Ανωτέ­ρας Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (Κ.Α.Τ.Ε) ξεπέρασε τα 2,5 χιλιάδες άτομα, ενώ το 2002 πλησίασαν τα 112 χιλιάδες (Παπαηλι’ας, 2006). Ο αριθμός των πτυχιού­χων έφθασε τα 10,5 χιλιάδες το 2002 έναντι χιλίων το 1974. Αυτή η διαφορά πτυχιούχου προς φοιτητή αντανακλά κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Στα ΤΕΙ φοιτούν οι πτωχότεροι, και άρα κοινωνικά υποδεέστεροι, με συνέπεια είτε να εγκαταλείπουν τις σπουδές τους, ένεκα οικονομικών λόγων, είτε να προσπαθή­σουν εκ νέου μέσω εξετάσεων να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια ή να μεταβούν στην αλλοδαπή (συνήθως στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, λόγω χαμηλού κόστους).

Το πλήθος των παρακολουθούντων τον πανεπιστημιακό τομέα μεγεθύνθη­κε με μικρότερους ρυθμούς από εκείνους του τεχνολογικού. Στην αρχή της περιόδου (1974), οι φοιτώντες ανέρχονταν σε 93 χιλιάδες άτομα, έναντι 160 χιλιάδων το 2002. Οι πτυχιούχοι στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα ήταν 14,5 χιλιάδες και 25 χιλιάδες άτομα [182]. Σημειώνεται ότι η διάρκεια σπουδών στα Πα­νεπιστήμια είναι μεγαλύτερη (4, 5 ή 6 έτη) σε σχέση με αυτή των ΤΕΙ.

Με βάση τα παραπάνω, οι εγγραφόμενοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από 95,5 χιλιάδες το 1974 προσέγγισαν τα 272 χιλιάδες άτομα το 2002, ενώ οι πτυχιούχοι από 15,6 χιλιάδες σε 35,7 χιλιάδες αντιστοίχως. Η εικόνα καθίσταται πλήρης αν συνυπολογισθεί και η φοιτητική μετανάστευση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν συντηρητικές παραδοχές και στοιχεία που ελήφθησαν από διάφορες πρεσβείες ή άλλους σχετικούς φορείς (όπως το British Council), εκτιμάται ότι ο συνολικός αριθμός των φοιτητών το 1974 ξεπερνούσε τις 140 χιλιάδες, έναντι 360 χιλιάδων το 2002. Εφ’ όσον συνυπολογισθούν και εκείνοι που σπουδάζουν στα διάφορα κολλέγια, όπως και στις αδιαβάθμητες σχολές και στα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ, τότε το 2002 πλέον των 420 χιλιάδων ατόμων παρακολουθούσαν κάποιο τμήμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τουτέστιν, στις ηλικίες 18 έως 24 ετών, ελάχιστοι είναι εκείνοι που δηλώνουν μη φοιτητές. Αυτή η υπερβάλ­λουσα ζήτηση για εκπαίδευση, τοποθετεί την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις (μαζί με τον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Σουηδία), με τους υψηλότερους δείκτες συμμετο­χής των ατόμων αυτής της ηλικίας στα μεταλυκειακά θρανία.

Αυτή η μνημειώδης προσπάθεια δεν επετεύχθη ούτε μέσω οικονομικών κι­νήτρων, ούτε καλλιεργήθηκε από το κράτος. Τουναντίον, οι Αρχές μετά το 1929 επέβαλαν εισαγωγικές εξετάσεις και έθεσαν πάμπολλους αποτρεπτικούς μηχανισμούς, με στόχο την τιθάσευση της ζήτησης για είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση.

Η ανερχόμενη αστική τάξη, ήδη από τον μεσοπόλεμο, προσπάθησε να εκτρέψει το κύμα για παρόμοιου επιπέδου σπουδές, προσπαθώντας να δια­φυλάξει τα κεκτημένα της. Παρά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες για κατάργηση του συστήματος εισαγωγής, ουδέποτε αυτό επετεύχθη. «Κάποιοι» θα όφειλαν να εκτελούν και τις «κατώτερες» εργασίες. Εν τέλει, το 1998, επήλθε χαλά­ρωση των μέτρων και μέσω ενός κατακλυσμού τμημάτων, που συστήθηκαν, διευρύνθηκε ο αριθμός των εισακτέων. Σχεδόν όλοι επιτυγχάνουν την είσοδο τους σε κάποιο τμήμα. Αλλά αυτό αποτελεί την αναγκαία συνθήκη. Η ικανή επιτυγχάνεται μόνον όταν κάποιος έχει τη δυνατότητα να εγγραφεί εκεί που το επιθυμεί και όχι εκεί που θα τον τοποθετήσει η κληρωτίς του συστήματος των Πανελλαδικών Εξετάσεων.

Ακόμα ευκρινέστερο καθίσταται το ψηφιδωτό, εάν διερευνηθεί η εξέλιξη των μαθητικών εκροών στα Λύκεια. Το 1976, φέρονται ως εγγεγραμμένοι στη Μέση Τεχνική Εκπαίδευση (Τεχνικά Λύκεια κ.λπ.) 6,7 χιλιάδες έναντι 260 χιλιά­δων το 2003. Οι μαθητές στα Γενικά Λύκεια ήσαν 216 χιλιάδες και 248 χιλιάδες στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Η ραγδαία αυτή ανάπτυξη των μαθητών Τεχνικής κατεύθυνσης προφανώς εξηγείται μόνο με κοινωνικοοικονομικούς λό­γους. Ωθούνται εκεί μόνο οι υποδεέστεροι.

Ακόμα εναργέστερη εικόνα αναδύεται, εάν συγκριθούν οι απόφοιτοι. Το 2002 απεφοίτησαν από τη Μέση Τεχνική Εκπαίδευση (με πιστοποιητικό που προσφέ­ρει τη δυνατότητα εισόδου στην Τριτοβάθμια) 48 χιλιάδες (σε σύνολο 260 χιλ. μαθητών), ενώ από τα Γενικά Λύκεια 230 χιλ. (σε 248 χιλ. μαθητές). Από τη σύγκριση των δύο τελευταίων προκύπτει ότι η μαθητική διαρροή πλήττει κατά βάση την Τεχνική Εκπαίδευση, ο κόσμος των οποίων προέρχεται από τα κατώτε­ρα εισοδηματικά κλιμάκια. Τούτο σημαίνει ότι στο εκπαιδευτικό σύστημα αντικα­τοπτρίζονται οι κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες αναπαράγονται από αυτό. Αυτό καθίσταται πρόδηλο από την κοινωνική προέλευση των μαθητών, που παρακο­λουθούν λόγου χάριν τα Τεχνικά Λύκεια. Η συντριπτική πλειοψηφία συγκροτεί­ται από τα χαμηλότερα στρώματα (αγροτική, εργατική, μικροαστική τάξη).

Οι χρηματικές ροές που κατευθύνονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μικρές. Τα ΤΕΙ, με έναν ελαφρώς υπολειπόμενο αριθμό φοιτητών από εκείνων των Πανεπιστήμιων, λαμβάνουν το ένα τρίτο (1/3) περίπου της χρηματοδότη­σης των τελευταίων [183].

Συνολικά, η ετήσια δαπάνη ανά εκπαιδευόμενο (φοιτητή και μαθητή) παραμέ­νει στην Ελλάδα η χαμηλότερη σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες, και φυσικά κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, προηγούμενη μόνον ορισμένων χω­ρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία κ.λπ.) [184].

Σε ακόμη δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα πράγματα, εάν συνεκτιμηθούν και τα κονδύλια που στρέφονται στην έρευνα. Τα χρηματικά ποσά, που απορροφώνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα, είναι τα χαμηλότερα οδηγώντας την χώρα στην τελευταία θέση [185].

Μολονότι στους υλικούς πόρους τοποθετείται αυτή στην οπισθοφυλακή, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπινους. Η υπογεννητικότητα έχει ως συνέ­πεια τη συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού (στα Δημοτικά και Γυμνάσια) και την αναπόφευκτη επακόλουθη μείωση στα Λύκεια και την Τριτοβάθμια. Ταυτο­χρόνως παρατηρήθηκε και σοβαρή αύξηση του αριθμού των διδασκόντων. Η σχέση μαθητή (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) ανά εκπαιδευ­τικό στην Ελλάδα είναι από τις καλύτερες στις χώρες του ΟΟΣΑ (10 μαθητές [186], όταν στην Βρετανία αντιστοιχούν 20 το 2004) [187].

Ταξικότητα της Εκπαίδευσης:


Κοινωνικές Τάξεις, Εκπαίδευση, Εξουσία: Ένα Σύντομο Σχόλιο


Για να καταστεί πλέον εύληπτος η σχέση μεταξύ εκπαι­δευτικών μηχανισμών και εξουσίας, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπ’ όψιν ότι εξ ορισμού, από την φύσιν των πραγμάτων, που επεβλήθη με την σύσταση της πο­λιτείας, η παιδεία, με τις συνθήκες βεβαίως της κάθε εποχής, αποτελούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος προνόμιο κυρίως της άρχουσας τάξεως.

Από την ομηρική εποχή μέχρι την κλασική Ελλάδα, για να περιορισθεί κανείς σε περίοδο, που είναι αρκούντως γνωστή, αφού οι πηγές και οι σχετικές έρευνες είναι ικανοποι­ητικές, εκπαίδευση ελάμβαναν αρχικώς οι άρχοντες και ακολούθως, σταδιακώς στην επόμενη περίοδο, όταν το πολίτευμα μετατρέπετο από αριστοκρατικό σε τιμοκρατικό, και οι έχοντες (έμποροι, βιοτέχνες κ.λπ.). Ακόμη και όταν το καθε­στώς, τον 6ο αιώνα, προσέλαβε δημοκρατικό χαρακτήρα ή τον 5ο στο διάστημα της «χρυσής περιόδου» και της πλέον ευρύτερης μορφής της, δεν καταγράφηκε κάποια αισθητή διαφοροποίηση, αφού δεν φάνηκε να άλλαξε κάτι το ουσιώδες. Η μάθηση παρέμενε προνόμιο των ολίγων (κατά τεκμήριο των πλουσίων). Αναποφεύκτως και οι θέσεις της εξουσίας, άρα η διοίκηση, ανετϊθετο στα χέρια των εκλεκτών.

Μετά το θάνατο του Περικλέους η πολιτική σκηνή ριζοσπαστικοποιήθηκε. Ο ιστορικός της περιόδου Θουκυδίδης, όπως και οι σατυρικοί ποιητές [188], τους περιέγραφαν ως αθλίους καιροσκόπους. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι όντως τα πράγματα ήταν έτσι, αν και ορισμένοι (όπως ο Bury) αμφιβάλλουν με μάλ­λον βάσιμα επιχειρήματα, δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι αφεύκτως η παιδεία συνιστούσε προνόμιο των λίγων, δηλαδή εκείνων που είχαν τα χρήματα και τον χρόνο να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία ρητόρων και φιλοσόφων.

Υπ’ αυτήν την έννοιαν, η εξουσία, και οι διάφορες λειτουργίες που συνδέονταν με αυτήν (Γυμνασιαρχία κ.λπ.), κατά βάση ακόμα και στον κολοφώνα της δόξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ελέγχετο από κοινωνικές ομάδες και στρώματα, τα οποία ευρίσκονταν στην μεσαία τάξη και άνω. Τα κατώτερα στρώματα, ακόμα και μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξεως, παρέμεναν εκτός Αρχής.

Στη Ρώμη που η κοινωνική δομή ήταν πλέον ευδιάκριτη, διότι το μεγαλείο της διήρκεσε επί μακρόν, κάτι που δεν επετεύχθη στην Αθήνα, την Μίλητο ή άλλη πόλη της Ανατολής, η κατάσταση διεγράφη σαφέστερα. Η Ordo senatorius θα εκπαιδεύεται και θα κυβερνά. Τα πλείστα των αξιωμάτων (ωνητά, φανερά ή κρυφά) καταλαμβάνονταν από την τάξη των πατρικίων ή έστω των ιππέων. Η αρχηγία του στρατού, και άρα οι τριανδρίες, οι δικτατορίες, κ.λπ., εδίδετο πάντα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας [189].

Αργότερα, όταν η δημοκρατία θα αναιρεθεί και θα μεταλλαχθεί σε αυτοκρατορία, μια διαρκή δικτατορία, θα συνεχισθεί αρχικώς η ίδια τάση. Μετά από δύο αιώνες, οι τριγμοί δυναμώνουν και το καθεστώς εμφανίζει αποσταθεροποίηση. Στην τάξη των perfectissimi πλέον αναρριχώνται και οι επαρχιώτες (Σεβήρος και εντεύθεν), μέχρις ότου, κάποια χρόνια αργότερα, θα εισέλθουν και στρατιώτες σαν τον Διοκλητιανό ή τον Ιουστίνο [190].

Συσχετίζοντας τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο Όμηρος άδει τα έπη στα βασιλικά συμπόσια και όχι στον χύδην όχλο, οι Σοφιστές, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης κ.λπ. θα διδάσκουν τους έχοντες, ήτοι θα εκπαιδεύεται η ανώτερη και μέρος της μεσαίας τάξεως. Το ίδιο και οι ρητοδιδάσκαλοι θα εκλεπτίζουν το πνεύμα των ατόμων περί το Άρχειν. Ο κόσμος όμως αυτός συγκροτείτο, κυρίως, από την αφρόκρεμα των πολιτών, τουτέστιν από τους εκλεκτούς. Αυτό παρά τη διακήρυξη περί δημοκρατίας και ισότητος. Τυπικά όλοι ήταν ίσοι απέναντι του νόμου και ex ante ουδείς απεκλείετο. Μολαταύτα στην πράξη, για να πείσει κανείς το ακροατήριο έπρεπε να έχει θητεύσει σε κάποιον σοφιστή [191], όπερ προϋπέθετε χρήμα αλλά και μακρόχρονη εκπαίδευση.

Το Βυζάντιο, ως συνεχιστής της καταρρέουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διατήρησε τα βασικά της χαρακτηριστικό, αφού στην ύστερη αρχαιότητα κυρι­άρχησε ρευστότητα στη δομή των τάξεων και η παιδεία έτεινε να εκλείπει (η χα­ριστική βολή εδόθη επί Ιουστινιανού). Έτσι, στην κυρίως πρώιμη και δευτερευ­όντως μέση περίοδο, αφού η παιδεία είχε εξοβελισθεί και οι κοινωνικές τάξεις δεν είχαν λάβει εκ νέου συγκεκριμένη κατεύθυνση, δεν κατεγράφετο συσχέτιση μεταξύ των τριών μεταβλητών: ανωτέρα κοινωνική τάξη-εξουσία-εκπαίδευση. Ο μεγαλύτερος αριθμός των αυτοκρατόρων προήρχοντο από τα κατώτερα κοι­νωνικά στρώματα [192] και η εξουσία είχε κατ’ ουσίαν εκβαρβαρισθεί, αφού οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν απαίδευτοι. Οι γνώσεις τους αφορούσαν στρατιωτικής φύσεως θέματα.

Όταν η Μακεδονική δυναστεία εγκαθιδρύθηκε, τα σύνορα της αυτοκρατορί­ας σταθεροποιήθηκαν και οι κοινωνικές δομές της μετά τον Ηράκλειο περιόδου σχηματίσθηκαν, τότε επανεμφανίσθη η σχέση: ανώτερη κοινωνική τάξη-εξουσία-παιδεϊα. Αργότερα, αυτό θεωρήθηκε ως η φυσική τάξη των πραγμάτων. Παρέμενε βέβαια η παλαιά αντίληψη επί αρκετό διάστημα, μολονότι είχε δι­αφοροποιηθεί η κατάσταση. Αυτή η σύγχυση επιτείνεται από τις απόψεις, που συνεχίζουν να κυριαρχούν.

Ο Ψελλός λόγου χάριν, παρά την σπάνια οξυδέρ­κεια του, έγραφε: «Αυτός ο Γεώργιος Μανιακής, λοιπόν δεν ανήλθε μονομιάς από τον βαθμό του σκευοφόρου στο βαθμό του στρατηγού, ούτε τη μια μέρα φυσούσε τη σάλπιγγα, κατέχοντας τη θέση του κήρυκος, ενώ την επομένη του εμπιστεύονταν τη διοίκηση όλων των φαλαγγών του στρατεύματος, αντιθέτως, ξεκίνησε θα έλεγα από την έσχατη θέση και ανερχόμενος σταδιακά, κέρδιζε τους διαδοχικούς βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας, ώσπου τελικώς αναρ­ριχήθηκε στο ύπατο αξίωμα της στρατηγίας [193]». Ο ανυποψίαστος αναγνώστης, διαβάζοντας το κείμενο, θα εννοήσει ότι τα τελευταία χρόνια της Μακεδόνικης δυναστείας διεγράφετο κοινωνική κινητικότητα, τίποτα αναληθέστερο. Αυτό που δεν λέει ο Ψελλός, προφανώς διότι το θεωρεί φυσικό, είναι ότι ο Μανιακής ήταν μεγαλοκτηματίας, ανήκε στους «δυνατούς» και ότι οι γαίες του (ατυχώς για αυτόν, αλλά ακόμη ατυχέστατα για την αυτοκρατορία) συνόρευαν με εκεί­νες των Σκληρών, που εμμέσως έλεγχαν την Αρχή.

Συνεπώς, οι κλασικοί συγγραφείς, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ρήτορες, παραβλέ­πουν το γεγονός της ανυπαρξίας ισότητος ευκαιριών, γιατί ουδείς εξ αυτών δια­νοήθηκε να θέσει παρόμοιο θέμα προς συζήτηση Εκ των προτέρων θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να αναφανεί παρόμοιο ζήτημα. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι ο Θουκυδίδης αντιμετώπιζε αντικειμενικά τον Κλέωνα, με τον οποίο ήταν αντί­παλοι, για τον Υπέρβολο αποδεικνύεται ότι μεροληπτούσε, ή ότι ο Αριστοτέλης ήταν «ουδέτερος»; -για να περιορισθεί κάποιος σε δύο άνδρες που αναφέρονται στην αντίστοιχη περίοδο- δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι σε κανέναν από αυ­τούς ή τους υπόλοιπους, όπως ο Ισοκράτης, ο Πλούταρχος κ.λπ. δεν υπάρχει κάποια θετική μνεία για άτομο εκτός της ανώτερης ή μέσης τάξεως. Αν γίνει δεκτό ότι έχουν αναπαραστήσει τα δρώμενα σωστά, τότε τεκμαίρεται ότι το ίδιο το σύστημα αδυνατούσε να παράσχει γενική μόρφωση και απλώς επέτρεπε, υπό όρους (ευσέβειας κ.λπ.) σε δασκάλους να μορφώνουν μόνο συγκεκριμένα κοι­νωνικά στρώματα πολιτών. Όθεν, από την άποψη αυτή, συνάγεται ότι μέχρι την άνοδο του αστικού καθεστώτος η Παιδεία αφορούσε κυρίως τους ολίγους.


Φιλελευθερισμός και Παγκοσμιοποίηση



Ολες οι κοινωνικές τάξεις, αν και με άνισο ρυθμό, βελτί­ωσαν την οικονομική τους κατάσταση τους τελευταίους δύο αιώνες. Κατά συνέ­πεια αρκετά κοινωνικά στρώματα είναι διατεθειμένα να πληρώσουν, για να απο­κτήσουν κάποιες επιπρόσθετες υπηρεσίες από τις παρεχόμενες, επιδιώκοντας να απολαυάνουν καλύτερη ποιότητα.


Από πλευράς προσφοράς, οι δυνατότητες επικερδούς παραγωγής προϊό­ντων περιορίζονται, με απόρροια οι επιχειρήσεις να στρέφονται από τα μέσα του εικοστού αιώνος έντονα στην παροχή υπηρεσιών. Το ποσοστό του κεφα­λαίου, που στρέφεται στην παραγωγή υλικών αγαθών (προϊόντων) μειώνεται και διευρύνεται εκείνο που κατευθύνεται σε αυτήν των άυλων (υπηρεσιών). Η παραγωγική εργασία, όπως την θεωρούσαν οι κλασικοί, συρρικνούται προς όφελος της μη παραγωγικής.


Έτσι το μερίδιο συμμετοχής του τριτογενή τομέα ξεπέρασε το 60% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες, με τάσεις αύξησης. Το κεφάλαιο όχι πλέον διεισδύει σε αυ­τούς τους κλάδους αλλά απαιτεί και την απόσυρση του δημοσίου. Μετά το 1980 (πολιτική Ρήγκαν, Θάτσερ), το σύνθημα για λιγότερο κράτος αρχίζει να υλο­ποιείται. Αυτό σημαίνει λιγότερους φόρους, άρα λιγότερες κρατικές δαπάνες (συνθήκη Μάαστριχτ). Η φιλελευθεροποίηση, μετά την κατάρρευση των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, και την είσοδο της Κίνας και των λοιπών χω­ρών στο σύστημα του laissez passer, διεύρυνε τη ροπή για παγκοσμιοποίηση, η οποία, όπως έχει αποδειχθεί, είναι ενδογενής (Παπαηλίας, 2006).


Η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς είχε ως συνέπεια την άνευ όρων επιβολή του laissez faire τόσο στον «Πρώτο» όσο και στο «Δεύτερο» Κόσμο. Οι συνέ­πειες, ειδικά στην Ευρώπη, όπου είχε κυριαρχήσει ο κρατικός παρεμβατισμός, ήταν σοβαρές: το κράτος πρόνοιας, το οποίο δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνος, αποδομήθηκε. Τουτέστιν η ιδεολογία, που επικρατεί σήμερα, είναι η αντίστοιχη της προ του 1930 ή και της προ του 1880 περιόδου. Οι συνέπειες είναι η εκπαίδευση, η υγεία κ.λπ. να μη θεωρούνται πλέον δημόσια αγαθά.


Οι εξελίξεις αυτές σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν ως αναπόφευκτη συνέπεια τη διαφοροποίηση των πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων. Το αγαθό «παι­δεία» εξαφανίζεται, το κράτος απεκδύεται των υποχρεώσεων του και η αγορά, τουτέστιν η ζήτηση των επιχειρήσεων, καθίσταται ο οδηγός. Το εκπαιδευτικό σύστημα πλέον καταρτίζει επί τρία περίπου έτη (σύμφωνα με την Bologna) σε ειδικότητες για τις οποίες εκδηλώνεται ενδιαφέρον από την επιχείρηση. Αυτό, ως ένα βαθμό, είναι σύμφυτο με τη λογική του καπιταλισμού και θα ήταν δυνα­τόν να ισχυρισθεί κάποιος ότι είναι αναπόφευκτη εξέλιξη της πλήρους κυριαρ­χίας του σε παγκόσμιο επίπεδο.


Εφ’ όσον το κέντρο του συστήματος είναι η επιχείρηση, αυτό σημαίνει ότι για να λειτουργεί αποδοτικότερα, θα πρέπει να κυριαρχεί το laissez–faire–laissez passer. Κάθε μεταφορά πόρων από την επιχείρηση στο κρατικό θησαυροφυλά­κιο, λόγου χάριν μέσω επιβολής φορολογίας για την υγεία ή την εκπαίδευση θεωρείται ότι συνιστά μια εκτροπή (έναν αλλότριο σκοπό), ή σωστότερα μια επιβράδυνση της ανάπτυξης.


Συνεπώς, για να περιορισθεί κάποιος στην ελληνική περίπτωση, το κεφάλαιο δεν έχει πολλές δυνατότητες επικερδούς επένδυσης στη σύγχρονη περίοδο. Τα υλικά αγαθά παράγονται φθηνότερα στις άλλοτε χώρες του Τρίτου Κόσμου και του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Η γλώσσα καθιστά, επί του παρόντος, το εμπόρευμα εκπαίδευση σχετικά δυσκίνητο. Έτσι η επιχειρούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο εγγύς μέλλον -παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, κατά κύριο λόγο, αν όχι μοναδικό, επιτελείται με στόχο την ιδιωτικοποίηση της παιδείας- θα έχει ως συνέπεια την εισβολή κεφα­λαίου (ημεδαπού και αλλοδαπού) στο χώρο και την περαιτέρω εμπορευματοποί­ηση της εκπαίδευσης. Οι συνέπειες [194] θα είναι αξιοσημείωτες. Με την εισαγωγή της βάσης του «δέκα» (10) η κυβέρνηση προικοδότησε τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και τα ΙΕΚ (κυρίως τα ιδιωτικά) με 18.000 πελάτες [195].


Είναι αναμενόμενο, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, ότι τα πλείστα των τμημάτων των ΤΕΙ είχαν παρελθόν, έχουν παρόν αλλά όχι μέλλον.


Παραλλήλως, η είσοδος του ιδιωτικού κεφαλαίου θα επιφέρει σε τρία ή τέσσερα έτη το coup de grace στα περιφερειακά Πανεπιστήμια και σε αρκετά τμήματα των κεντρικών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) [196]. Σχολές Κοινωνιολογί­ας, Πολιτικής Επιστήμης, Ανθρωπολογίας κ.λπ. θα εκλείψουν, αφού κρίνονται «άχρηστες» από την αγορά.


Έτσι στις αντιλήψεις περί ίδρυσης μη κρατικών Πανεπιστήμιων και την ανά­γκη να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα (άρθρο 16) πρέπει να παρατηρηθούν ακρο­θιγώς τα ακόλουθα:


Πρώτον, η πίεση της διεθνούς, άρα και της ευρωπαϊκής, αγοράς, περί ελευ­θερίας εισόδου του ιδιωτικού κεφαλαίου και κατάργησης κάθε εμποδίου είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Το κράτος πρόνοιας διαλύεται, το ιδιωτικό κεφάλαιο εισδύει στο χώρο των υπηρεσιών: Υγείας, Εκπαίδευσης κ.λπ. και η έννοια του δημόσιου αγαθού συρρικνούται. Τουτέστιν, ο γνήσιος καπιταλισμός, που τείνει να εγκαθιδρυθεί σε όλη την υδρόγειο, καταστρέφει την παρεμβατική πολιτική, που ήταν απότοκος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως αυτή επικράτησε μετά από πολλές δεκαετίες από την έναρξη της βιομηχανικής επανά­στασης και την κρίση του 1929 [197]. Οι αγορές, κυριαρχεί η άποψη, αυτορυθμίζονται. Τοιουτοτρόπως, όσες ειδικότητες δεν χρειάζεται το σύστημα θα πρέπει να εκλείψουν ή να καταργηθούν [198].

Δεύτερον, όπως μια κοινωνία είναι κάτι το διάφορο (η έστω το επιπλέον) ενός αθροίσματος προσώπων, έτσι και ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι κάτι το άλλο (ή έστω το επιπρόσθετο) ενός αμαγάλματος διδασκόμενων και διδασκό­ντων. Η δημιουργία γνώσης, έρευνας είναι ένα από τα παρελκόμενα. Ένα άλλο από τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αποτελεί η διάχυση αυτών των παρε­πομένων σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο και η δημιουργία πόλων συσπείρωσης του κόσμου.

Ποιο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο θα λειτουργήσει όχι στις εσχατιές της περιφέ­ρειας, που είναι τα ΤΕΙ και προσφάτως προστίθενται και τα Πανεπιστήμια, αλλά και λίγα χιλιόμετρα μακράν των μεγάλων αστικών κέντρων;

Η περιφερειακή ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται με τη λειτουργία, μέσω κινή­τρων, μόνον κάποιων επιχειρήσεων, αλλά με μια σφαιρική παρέμβαση. Οι άν­θρωποι θα εγκατασταθούν ή θα παραμείνουν στην επαρχία, όταν υφίστανται ολοκληρωμένες δομές: κέντρα υγείας και περίθαλψης, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικά κέντρα, υποδομές. Υπ’ αυτούς τους όρους, είναι ανόητο να εκτιμά­ται ότι θα στηριχθεί η περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας μέσω της λειτουργίας απροσκόπτως των αγορών.

Όπως το κεφάλαιο συσσωρεύεται, συγκεντρούμενο μέσω του καπιταλιστικού μηχανισμού στα χέρια λίγων, όπως η ανθρώπινη ερ­γασία συνωθείται σε ολίγους χώρους, εκεί που υπάρχει κεφάλαιο (το αποτέλε­σμα είναι μετά το 1800 ο αστικός πληθυσμός να αναπτυχθεί, και να τείνει προς εξαφάνιση ο αγροτικός και αυτός των μικρών πόλεων), έτσι και οι μηχανισμοί της αγοράς θα αποσαρθρώσουν την περιφερειακή οντότητα του κράτους με όλες τις πολιτικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και στρατιωτικές συνέπειες.

Τρίτον, υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, εφ’ όσον πλέον ο ρόλος του Πανεπιστημίου φαλκιδεύτηκε καθιστάμενο Κέντρο Κατάρτισης (Παπαηλΐας, 2006), ο δια­χωρισμός σε Τεχνολογική και Πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι αλυσιτελής. Τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να συγχωνευθούν με τα ΤΕΙ ενισχυόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να έχουν κάποιες λίγες ελπίδες, και εφ’ όσον τύχουν της στήριξης των τοπικών κοινωνιών, να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό των ιδιωτικών.


Βεβαίως, οι θέσεις των υπερασπιστών της αναθεώρησης του άρθρου 16 πε­ριστρέφονται γύρω από τη λειτουργία μη κερδοσκοπικών κ.λπ. επιχειρήσεων, δηλαδή μη ιδιωτικών. Ως επιχείρημα αναφέρονται στην εμπειρία της Δύσης και των Η.Π.Α. Εκείνο που ηθελημένα από τους ολίγους, αθέλητα από τους πολ­λούς γίνεται, είναι ότι όλα αυτά αφορούσαν αφ’ ενός στο παρελθόν, αφ’ ετέρου χώρες με μακρόχρονη παράδοση και δομές. Η παγκοσμιοποίηση και σε αυτές τις χώρες, με βραδύτερους ρυθμούς και ίσως σε όχι τέτοια έκταση, θα αποσαρθρώσει το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Το ιδιωτικό κεφάλαιο, ευρίσκοντας υψηλότερα ποσοστά κέρδους στην εκπαίδευση και στην παροχή υπηρεσιών από τα αντίστοιχα σε πολλούς κλάδους της μεταποίησης, θα διεισδύσει σε αυτές. Έτσι, μελλοντικώς, και στις ανεπτυγμένες χώρες θα υφίστανται εντονότερη εισροή ιδιωτικού κεφαλαίου και τα Πανεπιστήμια θα λειτουργούν κάτω από τους όρους κόστους-οφέλους.


Σύνοψη


1. Η λειτουργία απρόσκοπτα της αγοράς (laissez faire, laissez passer) δι­αλύει την εσωστρέφεια των κρατών και επιβάλλει την παγκοσμιοποίηση.

2. Το ιδιωτικό κεφάλαιο διεισδύει στην εκπαίδευση \ η τελευταία χάνει την έννοια του δημοσίου αγαθού. Το κράτος πρόνοιας αποδομείται.

3. Οι αγορές καθορίζουν τις ειδικότητες και το εύρος των σπουδών συντμείται (Bologna). Το Πανεπιστήμιο (οι προπτυχιακές σπουδές) μετατρέπεται σε Κέντρο Κατάρτισης.

4. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η ανωτέρα τάξη, ως εικός, θα διατηρεί μεγάλες προδιαγραφές για τους γόνους της, επιθυμώντας υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης. Έτσι στα ακριβά ιδιωτικά. Δημοτικά και Λύκεια θα προστεθούν και τα Πανεπιστήμια. Αντίστοιχες εξελίξεις πραγματοποιούνται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, όπου στα διάσημα Πανεπιστήμια φοιτούν, αλλά και διδάσκουν, κατά κύριο λόγο ο «αφρός», η elite της κοινωνίας.

5. Η εισαγωγή του «δέκα» χάρισε 18.000 και άνω «πελάτες» στα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και στα ΙΕΚ (τόσοι δεν εισήλθαν στην τριτοβάθμια εκπαί­δευση). Η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα εξαφανίσει τα περιφερειακά και αρκετά τμήματα του Κέντρου.

6. Η παγκοσμιοποίηση τουτέστιν, σε αυτό τουλάχιστον το διάστημα, λειτουργεί ανισορροποιητικά, οξύνοντας τις αντιθέσεις.

7. Η συνένωση των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ θα ενδυναμώσει τη δημόσια εκ­παίδευση. Η οικονομική ενίσχυση τους από το κράτος και άλλους φορείς πιθανόν να τα βοηθήσει, ώστε να μπορέσουν στο μεταβατικό στάδιο να επιβιώσουν.

8. Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς διευρύνει τις ανισότητες, η συρ­ρίκνωση τους επιτυγχάνεται μόνο με ενίσχυση των δημόσιων ιδρυμάτων. Ο ανταγωνισμός είναι αυταπάτη. Μελλοντικώς, καθώς η ανώτερη και μέρος της μεσαίας τάξεως δεν ενδιαφέρεται για το δημόσιο σχολείο, αναμένεται συρρί­κνωση του επιπέδου σπουδών. Το ολιγότερο κρότος, ήτοι ολιγότεροι φόροι και άρα ολιγότερες δημόσιες δαπάνες, σημαίνει ότι το σύστημα επανέρχεται στα προ του 1880 ισχύοντα.

9. Παράπλευρες απώλειες θα υποστεί όλος ο κλάδος της εκπαίδευσης. Οι ει­σαγωγικές εξετάσεις, παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις, στην ουσία θα καταργη­θούν. Η λειτουργία του ιδιωτικού Πανεπιστημίου θα καταστρατηγήσει οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης των. Ένας κόσμος που επιβίωσε από το σύστημα, παρα­σιτικά, όπως φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.λπ. θα περιθωριοποιηθεί. Αυτή είναι μία από τις θετικές επιδράσεις της λειτουργίας ιδιωτικών Πανεπιστημίων.

10. Σε λίγα χρόνια, η εικόνα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος θα έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά. Η περιφέρεια θα έχει αποψιλωθεί από την τρι­τοβάθμια εκπαίδευση. Τα ακριβά ιδιωτικά θα αποτελούν την πρωτοπορία, ενώ δίπλα θα παρακολουθούν ασθμαίνοντας ελάχιστα δημόσια. Η καπιταλιστική μη­χανή, βάσει ενδογενούς λογικής θα διευρύνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, τις ανισότητες.


* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *


[182] Αναλυτικότερα: Παπαηλίας, Θ. (2006). Εκπαίδευση σε Συνθήκες Παγκοσμιοποίησης, Σταμούλης, Αθήνα.

[183]

Έτη    Πανεπιστήμια   ΤΕΙ   Δευτεροβάθμια   Πρωτοβάθμια     ΠΔΕ         Σύνολο

2004       826,8           279,3      1.895,3               1.614,3          818,0        5.433,7

2006       946,0           349,3      2.311,9                1.826,5         600,0       6.033,7


Πηγή: Κρατικοί Προϋπολογισμοί


[184] Οι δαπάνες αυτές είναι χαμηλότερες του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια).

[185] Εξυπακούεται ότι στις πρώτες θέσεις ανευρίσκει κάποιος την Ελβετία, τις ΗΠΑ και τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

[186] Η αύξηση των σχολικών μονάδων και η συρρίκνωση του πληθυσμού έχει ως συνέπεια την ελάτ­τωση του αριθμού αυτών που λειτουργούν πρωί και απόγευμα (αποτελούν το 6%).

[187] Η συνολική εικόνα προβάλλει σχετικά ικανοποιητική εάν υπολογισθεί η χρήση Νέων Τεχνολογιών (υπολογιστών, σύνδεση τους με το διαδίκτυο, εισαγωγή και διδασκαλία μαθημάτων σχετικών με τις Νέες Τεχνολογίες).

[188] π.χ. Αριστοφάνης, «Ιππείς», κ.λπ.

[189] Όταν ο Καίσαρ επαναστάτησε μιλώντας στους παλαίμαχους του, αποκαλώντας τους συστρατιώτες υψώνοντας το αριστερό του χέρι, υποσχέθηκε ότι όσοι θα τον βοηθήσουν στον αγώνα του θα τύχουν εκ μέρους του αμέριστης βοήθειας. Έτσι υποστήριξαν οι φίλα προσκείμενοι προς τον άνδρα ιστορικοί. Όμως οι στρατιώτες των τελευταίων σειρών -αφηγούνται- δεν άκουγαν καλά και βλέποντας το δακτυλίδι του Καίσαρος στο χέρι του, ταξικό έμβλημα, θεώρησαν ότι άμα τη νίκη του θα τους ενέγραψε στην τάξη των ιππέων. Διότι ακόμα και οι γενναιότεροι ή ικανότεροι δεν ήταν δυνατόν να ανέλθουν πλέον της βαθμίδος του εκατοντάρχου. Οι χιλίαρχοι προήρχοντο από τις ανώτερες τάξεις (πατρικίων ή ιππέων). Και ο μεν Καίσαρ δεν το έπραξε, διατεινόμενος λάθος, πολλοί όμως μετέπειτα μέχρι και σήμερα υλοποίησαν την πρακτική του.

[190] «Αυτός ο τυμβογέρων ήτο αμάθητος απάντων γραμμάτων και το δη λεγομενον αναλφάβητος», σημειώνει ο Προκόπιος.

[191] Ήταν επόμενο οι αλλαντοποιοί ή οι λυχνοποιοί κ.λπ. να μη διακρίνονται για το λόγο τους και να μη λαμβάνουν την δέουσα παιδεία, καθιστάμενοι αντικείμενα λοιδορίας από τους «σώφρονες», όπως ο Ισοκράτης αλλά και τους μεταγενέστερους.

[192] Με πλέον έντονη εξαίρεση τον Ιουλιανό, οι μονάρχες στο διάστημα 250 π.Χ.-ΙΟΟΟ μ.Χ. δεν έτυχαν συστηματικής εκπαίδευσης. Κατ’ ουσίαν υφίστατο μια συσχέτιση: η οικονομική και κοινωνική κα­τάρρευση προηγήθηκε της πολιτικής και της πτώσης της αυτοκρατορίας. Ο Βοήθιος ή ο Σύμμαχος θα αποτελούν λαμπρές εξαιρέσεις στην Οστρογοτθική Ιταλία, ενώ λίγο αργότερα το κλείσιμο των Σχολών στην Ανατολή -αναπόφευκτο, αφού ο χριστιανισμός ως θρησκεία αδυνατούσε εξ ορισμού να επικρατήσει επί του ορθολογισμού- θα επισφραγίσει το χάος. Σε γενικές γραμμές, η αλλη­λουχία ήταν η ακόλουθη: η οικονομική στασιμότητα συρρίκνωνε τα κρατικά έξοδα, τα οποία θα έπρεπε να αυξάνονται ή να διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα λόγω των βαρβαρικών επιδρο­μών. Η γενίκευση του δικαιώματος του ρωμαίου πολίτη ενίσχυσε αρχικά την αυτοκρατορία.. Όμως, μακροχρονίως, παράλληλα με τη δημογραφική συρρίκνωση των ανωτέρων τάξεων κατεοτράφη και το πνεύμα από το οποίο αυτές διακατέχονταν. Η σύγκλητος πλέον με τα παλαιά γένη των πατρικίων δεν είχε νόημα και οι κοινωνικές τάξεις που διαμορφώθηκαν στα όρια της πόλεως ήταν αδύνατον να λειτουργήσουν σε όλη την αυτοκρατορία. Οι σπουδές, όσο διατηρείτο η μεσαία τάξη των πόλεων (κυρίως της Ανατολής), συντηρήθηκαν για κάποιο διάστημα. Ο εξαγροτισμός της αυ­τοκρατορίας και η συνεχιζόμενη κατάρρευση διέλυε τον κοινωνικό ιστό. Το ωνητό των αξιωμάτων, η απολυταρχική διακυβέρνηση, συνοδευόμενη από την εμφάνιση των συντεχνιών, συρρίκνωνε έτσι περαιτέρω το ρόλο της παιδείας. Ο Κωνσταντίνος θα είναι ένας χαμηλής εκπαίδευσης στρατιωτικός (η μητέρα του Ελένη προήρχετο από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα). Μετά τον Ιουλιανό ανέρχονται και ημιβάρβαροι στην εξουσία. Το μοναδικό προνόμιο του Λέοντος Γ Ίσαύρου θα είναι το παράστημα του και η στρατιωτική του κατάρτιση, όπως και των περισσοτέρων τουλάχιστον μέχρι το διάστημα του Βασιλείου Α’ Μακεδόνα (αν και ο μακρινός του απόγονος Βασίλειος Β’ δεν έλαβε σοβαρή μόρφωση, εν τούτοις στην εποχή του υπήρχαν κάποιοι «σοφοί», που θα ήταν σε θέση, εάν το επιθυμούσε, να τον διδάξουν).

[193] Ψελλός, Χρονογραφία, σελ. 11. Τόμος Β Κανακης Αθήνα

[194] Βλέπε Παπαηλίας (2006). Πρέπει να τονισθεί ότι, μετά τη μεταρρύθμιση του 1998, ο αριθμός των εισακτέων σχεδόν διπλασιάσθηκε (αγγίζοντας τις 80 χιλιάδες). Αν ληφθεί υπόψιν ότι η λειτουργία των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) έτεινε να καλύψει και όσους δεν επετύγχαναν στις εισαγωγικές, σημαίνει ότι τα Ιδιωτικά ΙΕΚ και κυρίως τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών οδηγούνταν σε εξαφάνιση. Με αυτό το σκεπτικό, λόγω των πιέσεων, καταργήθηκαν και τα ΠΣΕ.

[195] Στην πράξη λιγότερους, διότι ένα μέρος οδηγήθηκε στο εξωτερικό (φοιτητική μετανάστευση).

[196] Είναι λογικό ότι, αφού οι αναμενόμενες δαπάνες παρακολούθησης ενός τμήματος ιδιωτικού Πανεπιστήμιου στην Αθήνα, όπου διαβιοί το ήμισυ και πλέον του νεανικού πληθυσμού, είναι μικρότερο από το κόστος «ζωής» σε μια επαρχιακή πόλη ή και την Θεσσαλονίκη, το άτομο που θα εισέλθει στις σχολές αυτές, βάσει του αναποτελεσματικού συστήματος εισαγωγικών εξετάσεων, να προτιμήσει το τμήμα της αρεσκείας του στην Αθήνα. Γιατί να εγγραφεί στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, ή Ιωαννίνων, ή Αλεξανδρούπολης, όταν με μικρότερο κόστος και καλύτερες ποιοτικά σπουδές (στην πρωτεύουσα ζουν οι «φτασμένοι» καθηγητές), θα επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα;

[197] Η πίεση για κρατική παρέμβαση έρχεται ως ηχώ, ως σήμα κινδυνεύοντος πλοίου, που εμφανίζεται και ύστερα χάνεται από την εμποροκρατική, τη φεουδαρχική, την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο (Διοκλητιανός), τις αρχαίες Πολιτείες της Ελλάδος και όχι μόνον.

[198] Βεβαίως, ανακύπτει το ερώτημα: αν δεν «εκπαιδεύονται» Φυσικοί, Μαθηματικοί, Ιστορικοί, Γλωσσολόγοι κ.λπ. σημαίνει ότι οι κλάδοι θα εκλείψουν. Εάν αναφανεί αργότερα, μετά πάροδο ετών, ζήτηση για παρόμοιες σπουδές, ποιοι θα τους «εκπαιδεύσουν»; Η απάντηση είναι: «εκ των ενόντων».

Πηγή: Παπαηλίας, Θ. (2006). Αγορά, εκπαίδευση, ιδεολογία : η τριτοβάθμια εκπαίδευση στον 20ό και 21ο αιώνα, Διόνικος, Αθήνα, σ. 179-190.

—————-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ :





Δείτε επίσης:


Η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι εμπόρευμα – Ανοιχτό Σχολείο

Προς μια κοινωνία αγράμματων καταναλωτών… – Greek Rider

Εξαγγελίες σοκ στην Βρετανία για την παιδεία – Greek Rider

Η Νοοτροπία του Οικονομισμού – Cynical

Το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο Εκπαίδευσης – Cynical

Παιδεία Εμπόρευμα – Cynical

Ανισότητα Πρόσβασης στα Πανεπιστήμια: Αμερική, Μ. Βρετανία, Ελλάδα – Cynical

Good Bye, Πανεπιστήμιο, Good Bye! – Cynical