Μετά τον τερματισμό του Αττίλα ΙΙ, στις 14 Αυγούστου 1974, περίπου 20.000
Ελληνοκύπριοι παρέμειναν εγκλωβισμένοι στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Οι
περισσότεροι βρίσκονταν στην περιοχή της Καρπασίας, ενώ οι υπόλοιποι ήταν
διασκορπισμένοι. Κάποιοι είχαν μετατρέψει σχολεία και δημόσια κτήρια σε
προσωρινά καταλύματα, αφού είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους. Τέτοια ήταν
το ξενοδοχείο Dome και το αβαείο του Μπέλλα Πάις στην Κερύνεια.
Η Τουρκία και ο εκπρόσωπός της στην Κύπρο, Ντενκτάς, είχαν ήδη έτοιμο σχέδιο εθνικού ξεκαθαρίσματος και επεδίωκαν τον σχηματισμό ενός αμιγώς τουρκικού βορρά και ενός αμιγώς ελληνικού νότου. Για αυτό οι πρώτες τους ενέργειες μετά το τέλος της εισβολής ήταν η εκδίωξη των εγκλωβισμένων προς τις ελεύθερες περιοχές και η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων προς τις κατεχόμενες, κάτι που πραγματοποιήθηκε τελικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Τρίτης Βιέννης.
Η Τουρκία και ο εκπρόσωπός της στην Κύπρο, Ντενκτάς, είχαν ήδη έτοιμο σχέδιο εθνικού ξεκαθαρίσματος και επεδίωκαν τον σχηματισμό ενός αμιγώς τουρκικού βορρά και ενός αμιγώς ελληνικού νότου. Για αυτό οι πρώτες τους ενέργειες μετά το τέλος της εισβολής ήταν η εκδίωξη των εγκλωβισμένων προς τις ελεύθερες περιοχές και η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων προς τις κατεχόμενες, κάτι που πραγματοποιήθηκε τελικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Τρίτης Βιέννης.
Οι εγκλωβισμένοι του Μπέλα Πάις
Το εθνικό ξεκαθάρισμα του τουρκικού στρατού είχε ξεκινήσει από τις μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως κατοίκων που ζούσαν στα ιδιόκτητα σπίτια τους. Το 1976 σειρά πήρε το Μπέλα Πάις. Οι 900 Έλληνες εγκλωβισμένοι του αβαείου στα τέλη Ιανουαρίου, έγιναν 300 στα τέλη Απριλίου. Όσοι έμειναν πίσω επέμεναν να μείνουν. Ο Ντενκτάς υποστήριζε πως οι υπόλοιποι 600 σε αυτό το διάστημα είχαν υπογράψει «εθελοντική» δήλωση ότι ήθελα να φύγουν.
Το 1976 ο αμερικανός πρέσβης Ουίλιαμ Κρόφορντ βρέθηκε στο Μπέλα Πάις, το οποίο επισκεπτόταν πολύ συχνά πριν από την εισβολή και είχε γνωρίσει τον ντόπιο πληθυσμό μέσα από τις συχνές εκδρομές του. Τη Μεγάλη Δευτέρα βρέθηκε με τους ντόπιους και πέρασε μαζί τους «το τελευταίο Πάσχα ενός ελληνικού χωριού», όπως υπέγραψε το διπλωματικό του κείμενο στο οποίο περιέγραφε τις συνθήκες που έζησαν οι εγκλωβισμένοι και τις τελευταίες τους στιγμές στο Μπέλα Πάις, λίγο πριν εκδιωχθούν.
«Το τελευταίο Πάσχα ενός ελληνικού χωριού»
Στο διπλωματικό κείμενο που ετοίμασε ο Κρόφορντ το 1976, έγραφε μεταξύ άλλων:
«[…]Γνωρίζαμε ότι μέχρι το περασμένο Σαββατοκύριακο, κατά την εορτή του ορθόδοξου Πάσχα, βλέπαμε τις τελευταίες μέρες αυτού του χωριού όπως επιβίωσε περίπου χωρίς αλλαγή τους τελευταίους αιώνες. Ο πληθυσμός του είχε ήδη μειωθεί σε λιγότερα από 300 άτομα. Από αυτούς, όλοι εκτός από έξι οικογένειες, είχαν υπογράψει «εθελοντικές» δηλώσεις ότι ήθελαν να φύγουν από την τουρκική ζώνη. Τα ζώα είχαν σφαχτεί και βγήκαν από τα κελάρια οι τελευταίες μπουκάλες κρασί για το πασχαλινό γεύμα. Οι χωρικοί είχαν πακετάρει και ήταν έτοιμοι να φύγουν. Πέντε-έξι μεγάλα φορτηγά πηγαινοέρχονταν κάθε μέρα προς τα σύνορα στο νότο φορτωμένα με τα υπάρχοντά τους. Στην κεντρική πλατεία, μπροστά από το αβαείο, η τεράστια φωτιά που συμβολίζει το κάψιμο του Ιούδα ανάφτηκε το απόγευμα αντί ταυτόχρονα με τη συνηθισμένη μεταμεσονύχτια λειτουργία της Ανάστασης, την οποία η τουρκική αστυνομία είχε απαγορεύσει λόγω του νυκτερινού κατ’ οίκον περιορισμού. Οι έξι ελληνοκυπριακές οικογένειες που είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τις ζωές και τις περιουσίες τους, και οι λίγες ξένες οικογένειες που είχαν μείνει στο χωριό διερωτώνταν με πόνο τι θα απογίνονταν αν συνέχιζαν να αντιστέκονται στην πορεία των πραγμάτων: η τουρκική αστυνομία είχε διαδώσει ότι για όποιους δεν έφευγαν μέχρι τις 28 Απριλίου δεν θα υπήρχαν άλλα φορτηγά προς ενοικίαση για να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους στο νότο.
Τρεις οικογένειες μελών της πρεσβείας, περιλαμβανομένης και της δικής μου, που χρησιμοποιούσαμε τους τελευταίους μήνες το Μπέλα Πάις ως εκδρομικό προορισμό, ήμασταν παρόντες στο τελευταίο του Πάσχα και συγκεντρώσαμε τις ακόλουθες αναμνήσεις των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατό του: Οι νέοι άντρες που δεν επέστρεψαν από τον πόλεμο. Αυτοί που επέζησαν αλλά δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν για λόγους ασφαλείας. Οι πατέρες που επέστρεψαν στις οικογένειές τους σωματικά και ψυχικά πληγωμένοι μετά από δύο μήνες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Τουρκίας.
Ο σοβαρά άρρωστος συντηρητής του αβαείου, ο οποίος δεν έφευγε από το χωριό για να τύχει ιατρικής περίθαλψης στο νοσοκομείο της Λευκωσίας πριν να τον βεβαιώσουν οι Τούρκοι, μέσω του Διεθνές Ερυθρού Σταυρού, ότι θα του επιτρεπόταν να επιστρέψει μετά τη θεραπεία του. Που τελικά επέστρεψε αφού περίμενε για μήνες, ενώ οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν να υλοποιήσουν την υπόσχεσή τους για να πεθάνει από καρδιακή προσβολή την επόμενη ημέρα που έφτασε στο σπίτι του.
Ο κοινοτάρχης που διώχθηκε με την κατηγορία ότι έθαψε ένα πιστόλι στο περιβόλι του – το οποίο μια τουρκική διμοιρία δεν μπορούσε να ξεθάψει παρά μόνο μετά από καθοδήγηση από τον λοχία τους. Η «εκλογή» ενός νέου κοινοτάρχη που υποστηριζόταν από τους Τούρκους.
Όπως κυλούσε το 1975, επιβλήθηκαν ακόμα αυστηρότεροι περιορισμοί στην κυκλοφορία, η δήμευση όλων των οχημάτων, η άρνηση να δοθεί άδεια για να καλλιεργηθεί η γη ή να επιτραπεί στους κατοίκους να πάνε στην αγορά στην Κερύνεια. Η αυθαίρετη φυλάκιση των εναπομεινάντων προυχόντων του χωριού με την απειλή «υπόγραψε ή φύγε – χωρίς την οικογένεια ή τα έπιπλά σου», «Υπόγραψε τώρα ή μείνε στη φυλακή» ή «έχουμε παραδοχές – ξέρουμε ότι είσαι μέλος παράνομης οργάνωσης» που σχεδιάζει να επιτεθεί στο αρχηγείο των Τούρκων καταδρομέων (δύναμης 600 αντρών) στην περιφέρεια του χωριού. Η παρουσία δασκάλων, γιατρού και της ΟΥΝΦΙΚΥΠ ζητήθηκε αλλά ποτέ δεν ήρθε, παρά τη συμφωνία.
Με την εκδίωξη των τελευταίων προυχόντων και τις διακηρύξεις της αστυνομίας, στις αρχές Απριλίου, ότι το χωριό θα εκκενωνόταν σε δύο μήνες το αργότερο, το ηθικό έσπασε και επικράτησε κλίμα παραίτησης.
Συμβολικά, τον Απρίλιο ο Ντενκτάς διάλεξε το Μπέλαπαϊς ως τοποθεσία για το εξοχικό του. Η τουρκική αστυνομία διαβεβαίωσε τους ξένους κατοίκους ότι ο μελλοντικός τουρκικός πληθυσμός του χωριού θα προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις.
Αυτό που διαπιστώσαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ήταν ότι οι 20 μήνες εκφοβισμού είχαν κάνει τη δουλειά τους.
Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Ντενκτάς, αυτό που έγινε στο Μπέλαπαϊς αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στρατιωτική πολιτική που σκοπό έχει να διώξει, όχι να καθησυχάσει, τις εναπομείνασες ελληνοκυπριακές κοινότητες στην τουρκική Κύπρο.
Σχόλιο: Δεν είμαστε ούτε ηθικολόγοι, ούτε αντάρτες. Αυτές είναι και θα είναι οι συνέπειες της ελληνικής ανοησίας και του τουρκικού πολέμου. Η Κύπρος σήμερα κουβαλά ακόμα τα κατάλοιπα του αποδεκατισμού και της ισοπέδωσης των τουρκικών χωριών από τους Έλληνες το 1964 και το 1967». Αλλά η μεταχείριση των Ελλήνων στο Μπέλαπαϊς και αλλού στην τουρκική ζώνη πολύ απέχει από αυτό που απεικονίζει η τουρκική κυβέρνηση. Ίσως η πραγματική ιστορία να μην είναι γνωστή στην κοσμική εξουσία στην Άγκυρα»....