1. ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Σε αυτό το άρθρο θέλω να καταδείξω ότι μπροστά στα μάτια μας συντελείται μια ταχεία απομάκρυνση από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό σήμερα), και ότι αυτή είναι μια εξέλιξη που θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την ευημερία, αλλά και την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο. Για να σας το εξηγήσω και να βρω μια λύση στο πρόβλημα, ξεκινώ την ανάλυσή μου με τις αρχικές συνθήκες.
Οι οικονομίες πασχίζουν να ανακάμψουν μετά από την, πολιτικά υπαγορευμένη, κρίση των lockdown. Το γεγονός ότι
οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού (logistics) έχουν υποστεί σημαντική ζημιά γίνεται εμφανές στις επίμονες διακοπές της παραγωγής, τις καθυστερήσεις στην παράδοση των αγαθών, τις αυξανόμενες τιμές τους, και τα κατά τόπους άδεια ράφια των σούπερ μάρκετ. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι, αργά ή γρήγορα, αυτές οι διαταραχές θα επιλυθούν, και ότι η παγκόσμια δομή της προσφοράς και της ζήτησης θα ομαλοποιηθεί ξανά.
Δυστυχώς, όμως, αυτή η ελπίδα θαμπώνει εξαιτίας της αδυσώπητης αλλαγής του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος που συντελείται. Μπροστά στα μάτια μας, λαμβάνει χώρα η, πολιτικά και ιδεολογικά προκληθείσα, αποκήρυξη του συστήματος των ελεύθερων αγορών (ή ό,τι λίγο έχει απομείνει από αυτό σήμερα).
Το γιατί η απομάκρυνση από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι
προβληματική, ακόμη και
επικίνδυνη, γίνεται σαφές όταν κοιτάξετε το πώς αυτό λειτουργεί και το πόσο καλά λειτουργεί.
2. ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Το σύστημα των ελεύθερων αγορών μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα, οικονομικά και κοινωνικά. Σε ένα σύστημα ελεύθερων αγορών, οι καταναλωτές είναι ελεύθεροι να απαιτούν τα αγαθά που θέλουν να αγοράσουν. Και οι προμηθευτές έχουν την ελευθερία να προσφέρουν τα αγαθά, που πιστεύουν ότι θα αγοραστούν πρόθυμα από τους καταναλωτές.
Σε μια ελεύθερη αγορά, οι άνθρωποι αξιοποιούν τον καταμερισμό της εργασίας. Αυτός αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας κι επιτρέπει την παραγωγή περισσότερων και καλύτερων αγαθών. Ιδρύονται εταιρείες, και έχουν ως στόχο τους να παράγουν και να προσφέρουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που θέλουν να αγοράσουν οι καταναλωτές.
Εάν οι εταιρείες είναι επιτυχημένες, θα ανταμειφθούν με ένα κέρδος. Το κέρδος τους επιτρέπει να επεκτείνουν την παραγωγή τους προς το συμφέρον του πελάτη. Εάν ο επιχειρηματίας σημειώνει ζημίες, το κεφάλαιό του κυριολεκτικά μεταφέρεται σε ικανότερα χέρια, δηλαδή σε επιχειρηματίες που είναι συγκριτικά καλύτεροι στην εκπλήρωση των απαιτήσεων των καταναλωτών.
Ο κανόνας του κέρδους και της ζημίας διασφαλίζει ότι η παραγωγική διαδικασία ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις των πελατών. Η διαμόρφωση της τιμής των αγαθών παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο σύστημα των ελεύθερων αγορών. Εάν η τιμή ενός αγαθού αυξάνεται, υποδηλώνει ότι το εν λόγω αγαθό είναι σπάνιο (σε σχέση με την προσφορά άλλων αγαθών). Από τη μία πλευρά, αυτό ενθαρρύνει τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν το αγαθό με μεγαλύτερη φειδώ. Από την άλλη πλευρά, οι εταιρείες παίρνουν το σήμα να επεκτείνουν την παραγωγή του. Η αύξηση του όγκου της παραγωγής του αγαθού αντισταθμίζει την αύξηση της τιμής του και βελτιώνει την κατάσταση της προσφοράς για τον καταναλωτή. Το ίδιο ισχύει και για την πτώση της τιμής ενός αγαθού. Αυτή σηματοδοτεί ότι το αγαθό είναι διαθέσιμο σε αφθονία και ότι οι επιχειρηματίες θα πρέπει καλύτερα να αυξήσουν την παραγωγή άλλων αγαθών, οι τιμές των οποίων είναι υψηλότερες σε σχέση με το φθηνότερο αγαθό.
Ο μηχανισμός των τιμών διασφαλίζει ότι οι σπάνιοι πόροι διοχετεύονται σε χρήσεις στις οποίες, από την πλευρά του καταναλωτή, δημιουργούν το μέγιστο όφελος. Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς —και αυτό είναι το βασικό του χαρακτηριστικό—
χαρακτηρίζεται από την ιδιοκτησία: τα μέσα παραγωγής είναι ιδιόκτητα. Ο επιχειρηματίας είναι ελεύθερος να εισπράττει τα κέρδη της δραστηριότητάς του και πρέπει να επωμίζεται το κόστος αυτού που κάνει.
Σε μια ελεύθερη αγορά, η προσπάθεια να διατηρήσει την περιουσία του, ή να αποκτήσει περισσότερη, ενθαρρύνει επίσης τον επιχειρηματία να ευθυγραμμίσει με συνέπεια την παραγωγή του με τις επιθυμίες του καταναλωτή. Χρησιμοποιεί τα μέσα παραγωγής του για να παράγει αγαθά που δεν καλύπτουν τις δικές του ανάγκες, αλλά των αγοραστών. Ο ίδιος, λοιπόν, θέτει τον εαυτό του και την περιουσία του στην υπηρεσία του καταναλωτή. Και είναι οι καταναλωτές που αποφασίζουν εάν ο επιχειρηματίας θα πετύχει ή θα αποτύχει με την απόφασή τους να αγοράσουν ή όχι. Αυτό το ονομάζουμε
κυριαρχία του καταναλωτή.
|
Το Laissez-faire είναι ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτικών ομάδων ανθρώπων είναι ελεύθερες από κάθε μορφή οικονομικής παρέμβασης που προέρχεται από ομάδες ειδικών συμφερόντων. Ως σύστημα σκέψης, το laissez-faire στηρίζεται στα ακόλουθα αξιώματα: "το άτομο είναι η βασική μονάδα της κοινωνίας, δηλαδή το μέτρο του κοινωνικού υπολογισμού- το άτομο έχει ένα φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία- και η φυσική τάξη της φύσης είναι ένα αρμονικό και αυτορυθμιζόμενο σύστημα". Μια άλλη βασική αρχή του laissez-faire υποστηρίζει ότι οι αγορές πρέπει να είναι φυσικά ανταγωνιστικές, κανόνας που οι πρώτοι υποστηρικτές του laissez-faire πάντα τόνιζαν. Με στόχο τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας επιτρέποντας στις αγορές να αυτορυθμίζονται, οι πρώτοι υποστηρικτές του laissez-faire πρότειναν ένα μοναδικό impôt, έναν φόρο επί του ενοικίου γης για να αντικαταστήσει όλους τους φόρους που θεωρούσαν ότι βλάπτουν την ευημερία, τιμωρώντας την παραγωγή. Οι υποστηρικτές του laissez-faire υποστηρίζουν έναν σχεδόν πλήρη διαχωρισμό της κυβέρνησης από τον οικονομικό τομέα. |
Το θέμα του περιβάλλοντος μπορεί επίσης να τεθεί υπό έλεγχο σε ένα σύστημα πραγματικά ελεύθερων αγορών. Εάν υπήρχε ένα σύστημα ελεύθερων αγορών, όλοι οι πόροι —όπως η γη, οι δρόμοι, τα δάση, οι λίμνες, τα ποτάμια, οι θάλασσες, οι ωκεανοί— θα ήταν ιδιόκτητες, είτε από άτομα είτε από ομάδες ανθρώπων. Η υπερβολική χρήση και η σπατάλη των πόρων θα είχε αποφευχθεί, επειδή οι ιδιοκτήτες θα διαχειρίζονταν την περιουσία τους, δηλαδή θα προσπαθούσαν να μεγιστοποιήσουν την κεφαλαιακή αξία των πόρων τους.
Οι ιδιοκτήτες που θα έβλεπαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα να καταστρέφονται, για παράδειγμα από τον θόρυβο, τον αέρα, ή την κλιματική αλλαγή, θα είχαν τη δυνατότητα να οδηγήσουν τον υπαίτιο στο δικαστήριο. Για να το πράξουν, θα παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημιά που προκλήθηκε από το τρίτο μέρος, και οι δικαστές θα αποφαίνονταν επί της καταγγελίας, θα εξέδιδαν ασφαλιστικά μέτρα, θα καθόριζαν μια αποζημίωση, ή θα απέρριπταν την αγωγή ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του συστήματος της ελεύθερης αγοράς είναι η μαζική παραγωγή, δηλαδή η παραγωγή αγαθών που προορίζονται για κατανάλωση από τον ευρύτερο πληθυσμό. Αυτό συνδέεται με την τάση προς μια συνεχή βελτίωση του μέσου βιοτικού επιπέδου για το σύνολο του πληθυσμού, δηλαδή μια προοδευτική βελτίωση της ποιότητας ζωής της πλειονότητας του πληθυσμού. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς (και οι μαρξιστές-σοσιαλιστές μπορεί να μην θέλουν να το ακούσουν καθόλου) ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς από-προλεταριοποιεί τους απλούς ανθρώπους, ανεβάζοντάς τους σταδιακά στην κατηγορία της μεσαίας τάξης (αστική τάξη στην μαρξιστική διάλεκτο).
Όπως αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς αναπτύσσει έναν αυξανόμενο, όλο και πιο λεπτομερή, καταμερισμό της εργασίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Επειδή ο καταμερισμός της εργασίας αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας, ενθαρρύνει τους ανθρώπους να παράγουν εκείνα τα αγαθά που μπορούν να παραχθούν με συγκριτικά χαμηλό κόστος. Ο καταμερισμός της εργασίας όχι μόνο επιτρέπει την παραγωγή περισσότερων αγαθών με μια δεδομένη εργατική δύναμη, αλλά δημιουργεί επίσης αγαθά που δεν θα μπορούσαν να παραχθούν χωρίς τον καταμερισμό της εργασίας. Ένας μόνιμος καταμερισμός της εργασίας δημιουργεί μια αδιανόητη βελτίωση της ευημερίας των ανθρώπων. Το σύστημα των ελεύθερων αγορών δημιουργεί μια σύνδεση του επιμερισμού της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, ενώνοντάς τους σε ένα συνεργατικό και παραγωγικό δίκτυο προς όφελος όλων. Υπό αυτή την έννοια, η ελεύθερη αγορά είναι ένα ειρηνευτικό πρόγραμμα για το σύνολο της ανθρωπότητας.
Η οικονομική επιτυχία του δυτικού κόσμου, με την ευρεία προσφορά αγαθών και την υψηλή τεχνολογική του ανάπτυξη, βασίζεται στο σύστημα των ελεύθερων αγορών — οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικά εντελώς ελεύθερες, αλλά επέτρεψαν, εντός των υφιστάμενων περιορισμών που τους επιβλήθηκαν από τα κράτη, να προάγουν την ευημερία των ανθρώπων: Οι επιχειρηματίες προφανώς εξακολουθούσαν να έχουν μια επαρκή ελευθερία για να επεκτείνουν την παραγωγή τους. Τα σήματα που έστελνε το σύστημα των τιμών ήταν αρκετά αξιόπιστα, ώστε να οδηγήσουν τις επενδύσεις στην επιτυχία. Όμως τα επιτεύγματα του συστήματος της ελεύθερης αγοράς (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό σήμερα) ολοένα και περισσότερο αμφισβητούνται, υπονομεύονται και καταστρέφονται, κυρίως λόγω της εμφάνισης του παρεμβατισμού.
3. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΜΟΥ
Τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπάρχει το σύστημα της ελεύθερης αγοράς στην καθαρή του μορφή, στις δυτικές οικονομίες. Το οικονομικό μοντέλο που επικράτησε ήταν και είναι ο παρεμβατισμός.
Στον παρεμβατισμό τα μέσα παραγωγής είναι ιδιόκτητα, τυπικά. Ωστόσο, το κράτος περιορίζει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών επί της περιουσίας τους —μέσω κανόνων και ρυθμίσεων, φορολογίας κ.λπ., και επίσης υπαγορεύει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με την περιουσία τους. Το πρόβλημα με τον παρεμβατισμό είναι ότι οι στόχοι που θέλει κανείς να επιτύχει με αυτόν, είτε δεν μπορούν να επιτευχθούν, είτε μπορούν να επιτευχθούν μόνο με ανεπιθύμητες και προβληματικές παρενέργειες.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: το κράτος θέλει να μειώσει τα ενοίκια, για να κάνει την στέγαση προσιτή. Για να γίνει αυτό, ορίζει ένα ανώτατο όριο ενοικίου. Εάν το ανώτατο όριο ενοικίου είναι χαμηλότερο από το μίσθωμα της αγοράς, η ζήτηση για ενοικίαση χώρου υπερβαίνει την προσφορά. Η σπανιότητα της προσφορά στέγασης πρέπει τότε να διοχετευθεί με κάποιο τρόπο, δηλαδή να διευθετηθεί από το κράτος. Οι προβλέψιμες συνέπειες είναι οι ουρές αναμονής, η διαφθορά, ο νεποτισμός κ.λπ. Επίσης, ένα ανώτατο όριο ενοικίου θα αποθαρρύνει τους επενδυτές να επενδύσουν στην ανέγερση νέων διαμερισμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τις επενδύσεις σε συντήρηση και ανακαίνιση.
Ως αποτέλεσμα, οι συνθήκες διαβίωσης για τους ενοικιαστές επιδεινώνονται. Και ως εκ τούτου, ένα ανώτατο όριο ενοικίου όχι μόνο μειώνει τους διαθέσιμους χώρους στέγασης, αλλά και την ποιότητα της στέγασης για τους ενοικιαστές.
Ο παρεμβατισμός πυροδοτεί κατά κανόνα μια αλληλουχία παρεμβάσεων: επειδή δεν πέτυχε τον στόχο του, ή επειδή έχει προκαλέσει κάποιες ανεπιθύμητες παρενέργειες, το κράτος παρεμβαίνει περαιτέρω. Και καθώς το κράτος παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στο σύστημα των (αρχικά) ελεύθερων αγορών, διεισδύει σε αυτό και το καταστρέφει. Εάν δεν απομακρυνθούμε από τον παρεμβατισμό, δεν μπορούμε να βάλουμε τέλος στην αλληλοδιαδοχή μέτρων του παρεμβατισμού, και καταλήγουμε σε μια οικονομία κρατικών εντολών και κεντρικού σχεδιασμού, στην οποία το κράτος καθορίζει ποιος παράγει τι, πού και σε ποιες ποσότητες, καθώς και ποιος επιτρέπεται να καταναλώνει τι, πού, και σε ποιες ποσότητες. Αν δεν τον σταματήσει κανείς, ο παρεμβατισμός οδηγεί στη δουλεία, σε μια οικονομία που μειώνει σοβαρά την ευημερία των ανθρώπων και επιφέρει τον εξαναγκασμό και τη βία.
4. Ο ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Ο παρεμβατισμός έχει γίνει ένα παγκοσμίως αποδεκτό μοντέλο στις μέρες μας: η άποψη ότι το κράτος οφείλει και πρέπει να παρεμβαίνει στο σύστημα της αγοράς για να επιτύχει πολιτικά επιθυμητούς στόχους είναι πολύ δημοφιλής. Χαιρετίζεται θερμά από τους καλοπροαίρετους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο παρεμβατισμός μπορεί να δαμάσει ή να εξαλείψει τις ανεπιθύμητες συνέπειες, τις οποίες αποδίδουν στις ελεύθερες αγορές (!) - όπως οι χρηματοπιστωτικές και οικονομικές κρίσεις, το πολύ μεγάλο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η φτώχεια των ηλικιωμένων κ.λπ. Αλλά αυτή η πεποίθηση προκύπτει από μια λανθασμένη ανάλυση της βασικής αιτίας, γιατί ο παρεμβατισμός, όχι η ελεύθερη αγορά, είναι ο υπεύθυνος για τα δεινά που θρηνούν ευρέως κάποιοι σήμερα, και είναι αυτονόητο ότι ο παρεμβατισμός δεν μπορεί να εξαλείψει τα προβλήματα που προκαλεί.
Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν τον παρεμβατισμό επειδή γνωρίζουν ότι με τη βοήθειά του, το σύστημα των ελεύθερων αγορών (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό) μπορεί αθόρυβα και διακριτικά να καταργηθεί ή να καταστραφεί. Με διακριτικά διατυπωμένες προτάσεις συνιστούν να παρέμβει το κράτος στην οικονομία και την κοινωνία, για να επιτύχει δήθεν καλύτερα αποτελέσματα. Και έτσι το κράτος διεισδύει πράγματι στην εκπαίδευση (νηπιαγωγείο, σχολείο, πανεπιστήμιο), τις μεταφορές, τα μέσα ενημέρωσης, την υγεία, τον συνταξιοδοτικό προγραμματισμό, το χρήμα, τις πιστώσεις και το περιβάλλον, γίνεται ο κυρίαρχος παίκτης παντού - υπονομεύει τα υπόλοιπα στοιχεία του συστήματος της ελεύθερης αγοράς μέχρι να γίνει όχι πλέον ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς, αλλά απλώς ένα άδειο κέλυφος.
Οι μαρξιστικές-σοσιαλιστικές δυνάμεις, ειδικότερα, βρίσκουν στον παρεμβατισμό έναν δούρειο ίππο. Για παράδειγμα, χάρη στη βοήθεια του παρεμβατισμού στα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και του κορωνοϊού, μπορούν προφανώς να νομιμοποιηθούν εκτεταμένες παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομική και την κοινωνική ζωή —πρωτοφανείς σε περιόδους ειρήνης. Για πολλούς ανθρώπους, ακούγεται καλό και σωστό όταν τους λένε ότι «οι εθνικές οικονομίες δεν επιτρέπεται πλέον να παράγουν και να καταναλώνουν όπως πριν. Διαφορετικά, ο πλανήτης θα γίνει ακατοίκητος και μόνο το κράτος μπορεί να φέρει τη σωτηρία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναλάβει τολμηρά τον έλεγχο και να αναδιοργανώσει την παραγωγή και την κατανάλωση με διατάγματα. Και η εξάπλωση ενός ιού απαιτεί από το κράτος να ελέγχει την υγεία των ανθρώπων σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες του.»
5. Η ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΤΩΝ
Μεταξύ των υποστηρικτών του παρεμβατισμού, έχει εμφανιστεί μια ιδιαίτερα επιθετική φράξια τα τελευταία χρόνια: οι ζηλωτές που θέλουν να προσηλυτίσουν και να ανοικοδομήσουν την οικονομία και την κοινωνία σύμφωνα με πολιτικά διατάγματα, και αυτό σε παγκόσμια κλίμακα. Μπορούν εύστοχα να χαρακτηριστούν ως πολιτικοί παγκοσμιοποιητές. Το κοινό τους σημείο είναι η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να επιτρέπεται να ζουν τη ζωή τους με ανεξαρτησία σε έναν κόσμο ελεύθερων αγορών, αλλά αντίθετα ότι πρέπει να ελέγχονται από μια κεντρική αρχή. Και ποιος πρέπει να καταλάβει τον χώρο αυτής της κεντρικής εξουσίας; Εάν οι πολιτικοί παγκοσμιοποιητές τα καταφέρουν, αυτή η εξουσία θα πρέπει να τεθεί στα χέρια ενός καρτέλ κρατών, ιδανικά ενός είδους παγκόσμιας κυβέρνησης, μιας ομάδας συμφερόντων υψηλόβαθμων πολιτικών και γραφειοκρατών, συμβουλίων κεντρικών τραπεζών, εκπροσώπων μεγάλων εταιρειών - π.χ. , αυτοί που συνήθως αναφέρονται ως η ελίτ του Νταβός, ή το κατεστημένο. Ο δρόμος που ακολουθεί η πολιτική παγκοσμιοποίηση συνοψίζεται στην εγκαθίδρυση μιας κρατικής και προγραμματισμένης οικονομίας σε όλον τον πλανήτη, μιας παγκόσμιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.
Θα ήταν ένα προκαταρκτικό στάδιο του σοσιαλισμού, μια έκφραση της ιδέας ότι η παραγωγή της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να καθορίζεται από μια κεντρική αρχή για τη δημιουργία μιας καλύτερης, δικαιότερης, πιο φιλικής προς το περιβάλλον, παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό δεν πρέπει να επιτυγχάνεται μόνο μέσω άμεσων όρων (δηλαδή, πώς και τι θα παραχθεί, πότε και πού, και υπό ποιες συνθήκες), αλλά και ειδικότερα μέσω της κρατικής επιρροής στις τιμές της αγοράς—μέσω φόρων, αλλά και με τον καθορισμό ανώτατων ορίων τιμών (για σπάνια αγαθά) ή/και κατώτατα όρια τιμών (για αγαθά διαθέσιμα σε αφθονία)—που καθιστούν την παραγωγή και την κατανάλωση ορισμένων αγαθών οικονομικά αδύνατη. Αλλά αυτό είναι ένα μονοπάτι που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην καταστροφή, γιατί θα συντρίψει ό,τι έχει απομείνει από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς.
Οι αποτυχίες του παρεμβατισμού - από την άνοδο των τιμών των αγαθών και τα άδεια ράφια των σούπερ μάρκετ, μέχρι την πείνα και τη δυστυχία - δεν τους συνετίζουν για την αναποτελεσματικότητά του. Αντίθετα, αποδίδουν την αποτυχία τους να επιτύχουν τους στόχους τους στο γεγονός ότι οι παρεμβάσεις ήταν βραχυπρόθεσμες, όχι αρκετά επιθετικές, και ότι στο μέλλον θα πετύχουν τον επιθυμητό στόχο με καλύτερες και πιο γενναίες παρεμβάσεις. Και έτσι η μια παρέμβαση ακολουθεί την άλλη, και τα υπόλοιπα στοιχεία της ελεύθερης αγοράς παρακάμπτονται και καταστρέφονται όλο και περισσότερο. Τα δικαιώματα διάθεσης που έχουν οι ιδιοκτήτες επί της περιουσίας τους περιορίζονται σταδιακά έως ότου οι ιδιοκτήτες, στην πραγματικότητα, να μην είναι πλέον ιδιοκτήτες.
Ένα από τα αιτήματα των συνηγόρων του παρεμβατισμού είναι να τυποποιήσουν τις πολιτικές σε όλες τις περιοχές του κόσμου —για παράδειγμα, ευθυγραμμίζοντας τους φορολογικούς συντελεστές και τους κανονισμούς της αγοράς εργασίας, συντονίζοντας τις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, κ.λπ. Πάνω απ' όλα, οι πολιτικοί παγκοσμιοποιητές που χρησιμοποιούν τον παρεμβατισμό προωθούν επίσης συστηματικά τη σχετικοποίηση και την απαξίωση του συστήματος των ελεύθερων αγορών (ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό). Για παράδειγμα, διαδίδουν την ιδέα ότι οι εταιρείες δεν πρέπει πλέον να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους, αλλά πρέπει να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές του «καπιταλισμού» των κοινωνικών εταίρων: δηλαδή, οι δραστηριότητές τους να μην καθορίζονται με συνέπεια από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών, αλλά (επίσης) να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους που έχουν οι πελάτες, οι δανειστές, οι προμηθευτές, οι εργαζόμενοι, καθώς και οι τοπικές τους κοινωνίες. Αυτή η επανεκπαίδευση της σκέψης συχνά διαφημίζεται ως «επανεξέταση του καπιταλισμού».
Ειδικότερα, η πολιτική παγκοσμιοποίηση ξεκινά με τις επενδύσεις των εταιρειών συλλογής κεφαλαίων, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα, και τα αμοιβαία κεφάλαια. Η βασική αρχή είναι γνωστή και εφαρμόζεται για τα κρατικά ομόλογα εδώ και χρόνια. Το κράτος δίνει προνόμια στα χρέη του. Για παράδειγμα, οι τράπεζες δεν χρειάζεται να διαθέτουν μετοχικό κεφάλαιο για τα κρατικά ομόλογα. Επιπλέον, τα κρατικά ομόλογα τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης από την κεντρική τράπεζα με την έγκριση για συναλλαγές ανοικτής αγοράς. Αυτό αυξάνει την ελκυστικότητα των κρατικών ομολόγων από την πλευρά των επενδυτών, και δανείζουν στα κράτη τα χρήματά τους με όρους που θα ήταν αδιανόητοι χωρίς τα προνόμια που το κράτος χορηγεί στα δικά του χρέη. Έτσι το κράτος αποκτά ένα σημαντικό ιδιωτικό κεφάλαιο.
Ως αποτέλεσμα, το κράτος όχι μόνο γίνεται μεγαλύτερο και ισχυρότερο, αλλά αποκτά επίσης μια τεράστια οικονομική ισχύ, την οποία χρησιμοποιεί για σκοπούς καθοδήγησης — για παράδειγμα, υποστηρίζοντας οικονομικά ορισμένους κλάδους της βιομηχανίας, αλλά όχι άλλους. Μια πολύ παρόμοια διαχείριση κεφαλαίου, που ισοδυναμεί με βιομηχανική πολιτική, πραγματοποιείται τώρα μέσω του να καθορίζει το κράτος το ποιες είναι οι βιώσιμες επενδύσεις και ποιες όχι, και ποιες εταιρείες λαμβάνουν τη σφραγίδα έγκρισης για το περιβάλλον, τις κοινωνικές υποθέσεις και την εταιρική διακυβέρνηση, και ποιες όχι . Για να ταξινομηθεί ως βιώσιμο ένα επιχειρηματικό μοντέλο, μια εταιρεία πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με οικονομικά, οικολογικά και κοινωνικά κριτήρια που το κράτος μπορεί να διαμορφώσει και να επεκτείνει σημαντικά, όπως θέλει. Ο επιχειρηματικός σκοπός και η δημιουργία αξίας μπαίνουν στο πολιτικό στόχαστρο, όπως και οι σχέσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (μέτοχοι, εργαζόμενοι, επιχειρηματικοί εταίροι, κ.λπ.), ενώ λαμβάνονται επίσης υπόψη ζητήματα όπως η φορολογική δικαιοσύνη. Έτσι επεκτείνεται ο έλεγχος της βιομηχανίας από το κράτος, και η διαχείρισή της απλά ανατίθεται σε ιδιώτες επενδυτές.
6. ΠΑΛΙΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟ-ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
Στην ιστορία των ιδεών, η πολιτική παγκοσμιοποίηση έχει κολεκτιβιστικές-σοσιαλιστικές ρίζες και είναι ο πρόδρομος του νέο-σοσιαλισμού. Σε σύγκριση με τον παλιό σοσιαλισμό, ωστόσο, ο νέο-σοσιαλισμός έχει μια πολύ πιο ζοφερή κι απαίσια κατευθυντήρια αρχή. Ο παλιός σοσιαλισμός, τουλάχιστον επίσημα, είχε στόχο να βελτιώσει την υλική ευημερία του εργαζόμενου πληθυσμού και να ανεβάσει το βιοτικό του επίπεδο. (Δυστυχώς, τα μέσα που χρησιμοποίησε για να πετύχει τους στόχους του ήταν εσφαλμένα.) Ο νέο-σοσιαλισμός, ωστόσο, είναι διαφορετικός. Δεν βλέπει τον άνθρωπο ως δημιούργημα του Θεού, αλλά ως καταστροφέα της γης, του οποίου η αυταρέσκεια πρέπει να αμφισβητηθεί και του οποίου η κατανάλωση πόρων πρέπει να μειωθεί. Και πιθανώς ένας, δύο πολιτικοί παγκοσμιοποιητές μπορεί επίσης να τρέφουν την επιθυμία να ελέγξουν ή να μειώσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, έτσι ώστε ο πλανήτης να μην καταστεί ακατοίκητος.
Η λιτότητα και η αποστέρηση, που πρεσβεύει ο νεο-σοσιαλισμός, εγκυμονούν τεράστιες δυνατότητες κοινωνικών εκρήξεων. Επειδή η οικονομική ανάπτυξη - δηλαδή, η αύξηση των διαθέσιμων αγαθών με την πάροδο του χρόνου - όχι μόνο αυξάνει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, αλλά αποδεικνύεται επίσης ότι είναι ένα μέσο για την αποφυγή συγκρούσεων: αν η πίτα μεγαλώσει συνολικά, όλοι θα είναι καλύτερα, ακόμα κι αν το μερίδιό τους στην πίτα παραμένει το ίδιο. Αν η πίτα συρρικνωθεί, όμως, ξαφνικά υπάρχει λιγότερη ποσότητα για όλους, και τότε οι διενέξεις για την διανομή της γίνονται αναπόφευκτα πιο σκληρές. Λειτουργώντας με στόχο τη μείωση της ζήτησης αγαθών, της προσφοράς αγαθών και της κατανάλωσης πόρων, ο νέο-σοσιαλισμός αναπόφευκτα στρέφει τους ανθρώπους τον έναν εναντίον του άλλου, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και ο κίνδυνος ένοπλων συγκρούσεων αυξάνεται.
Αν δεν σταματήσει η πολιτική παγκοσμιοποίηση, θα εγκαθιδρυθεί ο νεο-σοσιαλισμός και τα απομεινάρια της ελεύθερης αγοράς θα καταργηθούν. Το πολύ γνωστό πρόβλημα, ότι δηλαδή ο σοσιαλισμός και οι εκδοχές του είναι πρακτικά ανέφικτος, θα εκδηλωνόταν αμείλικτα. Το αποτέλεσμα θα ήταν η εξαθλίωση του πληθυσμού, της ανθρωπότητας. Η πολιτικά προκαλούμενη άνοδος των τιμών της ενέργειας δείχνει ήδη αυτό που διαφαίνεται στον ορίζοντα: η ριζική άνοδος των τιμών της ενέργειας, η οποία επήλθε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, απειλεί να ανατρέψει την υπάρχουσα δομή της παραγωγής και της απασχόλησης σε όλο τον κόσμο, πυροδοτώντας εταιρικές χρεοκοπίες και μαζική ανεργία. Αυτό, με τη σειρά του, θα πυροδοτήσει εκκλήσεις για βοήθεια από το κράτος. Σαν σωτήρας, το κράτος καταβάλλει επιδόματα και επιδοτήσεις ανεργίας σε μεγάλη κλίμακα και εξασφαλίζει έτσι προγράμματα δημοσίων δαπανών.
7. ΝΕΟ-ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΚΑΛΥΠΤΟ, ΧΑΡΤΙΝΟ ΧΡΗΜΑ
Αυτές οι δαπάνες χρηματοδοτούνται με την έκδοση νέου δημόσιου χρέους, το οποίο αγοράζεται από τις κεντρικές τράπεζες και πληρώνεται με νέα τυπωμένα χρήματα. Η φθίνουσα οικονομική απόδοση, αλλά πάνω από όλα, τα αυξανόμενα χρηματικά ποσά που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τις τιμές των αγαθών. Η ζωή γίνεται πιο ακριβή, το βιοτικό επίπεδο του γενικού πληθυσμού μειώνεται. Εάν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίσουν την αιτία της επιδείνωσης της υλικής τους ευημερίας, το κράτος θα λειτουργεί σαν ο μόνιμος παράγοντας «επίλυσης» προβλημάτων. Λαμβάνει μέτρα για να αντισταθμίσει την άνοδο των τιμών των τροφίμων, των ενοικίων, των ασφαλίστρων κ.λπ.—για παράδειγμα, εκδίδοντας ανώτατα όρια τιμών (για παράδειγμα, για τρόφιμα και μεταφορές) και κατώτατα όρια τιμών (για παράδειγμα, για μισθούς). Αυτό αναστέλλει την εθνική οικονομία, η παραγωγή υποφέρει, οι συνθήκες προσφοράς αγαθών για τους ανθρώπους επιδεινώνονται.
Ο (αυξανόμενος) πληθωρισμός των τιμών συνάδει απόλυτα με το νεο-σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Όχι μόνο επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά μετατρέπει και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε άπορους που (αναγκάζονται να) απευθύνονται στο κράτος για επιδόματα. Η υποτίμηση της αξίας του χρήματος και της χρηματικής αποταμίευσης, που προξενεί ο πληθωρισμός των τιμών, δίνει στο κράτος ολοένα και περισσότερους οπαδούς, οι οποίοι έχουν ζωτικό συμφέρον σε ένα μεγάλο και οικονομικά ισχυρό κράτος. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες ακολουθούν τώρα μια νομισματική πολιτική που οδηγεί τον πληθωρισμό των τιμών πάνω από το όριο του 2%. Όσο ο πληθωρισμός των τιμών παραμένει κρυφός από τα μάτια του ευρύτερου κοινού, ο πληθωρισμός επιτελεί το δόλιο έργο του: υποτίμηση, καταστροφή των αποταμιεύσεων, αναδιανομή. Αλλά αν ο πληθωρισμός των τιμών γίνει πολύ υψηλός, η απάτη κινδυνεύει να αποκαλυφθεί.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εγκατάλειψη του χρήματος: οι άνθρωποι προσπαθούν να απαλλαγούν από τα χρήματά τους, ανταλλάσσοντάς τα με πραγματικά περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ακίνητα, έργα τέχνης, κ.λπ.). Εάν η εμπιστοσύνη στο ακάλυπτο χρήμα μειωθεί, ο υψηλός πληθωρισμός ή ακόμα και ο υπερπληθωρισμός είναι προ των πυλών —εκτός αν οι κεντρικές τράπεζες κάνουν αναστροφή και μειώσουν τον πληθωρισμό των τιμών αυξάνοντας τα επιτόκια και επιβραδύνοντας την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Τότε, όμως, η πυραμίδα του χρέους, που έχει οικοδομηθεί στον δυτικό κόσμο εδώ και δεκαετίες θα κατέρρεε, και μαζί της η δομή της παραγωγής και της απασχόλησης καθώς και ολόκληρο το σχέδιο του νέο-σοσιαλισμού. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί οι κεντρικές τράπεζες κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να πείσουν τον πληθυσμό ότι αυτές, οι κεντρικές τράπεζες, είναι απαραίτητες, είναι οι εγγυητές του αξιόπιστου χρήματος, οι πολέμιοι του πληθωρισμού. Η διαστρέβλωση της αλήθειας δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.
Το μη υποστηριζόμενο σύστημα παραστατικού
(fiat) χρήματος,
είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του νεο-σοσιαλιστικού μεγαλεπήβολου σχεδίου. Με τη σωστή δοσολογία είναι δυνατόν, τουλάχιστον θεωρητικά, να αποκρύψουν το σύνολο
του κόστους που προκαλεί η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» από τα μάτια του κοινού. Έτσι, εάν τα συμβούλια των κεντρικών τραπεζών καταφέρουν να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στα πλασματικά χρήματα,
οι νεο-σοσιαλιστές μπορούν να συνεχίσουν το πραξικόπημα τους. Από την άλλη πλευρά, η απώλεια της εμπιστοσύνης στο παραστατικό χρήμα —που προκαλείται, για παράδειγμα, από τον υψηλό πληθωρισμό των τιμών ως αποτέλεσμα της υπερβολικής αύξησης της ποσότητας του χρήματος— μπορεί να εκτροχιάσει το σχέδιο του νεο-σοσιαλισμού. Υπό αυτό το πρίσμα, η τρέχουσα άνοδος των τιμών των αγαθών και των περιουσιακών στοιχείων - όσο επώδυνη κι αν είναι για τους περισσότερους εργαζόμενους - εγκυμονεί τουλάχιστον μια πιθανότητα να απομυθοποιηθεί η απάτη με το ακάλυπτο χρήμα,
και οι νεο-σοσιαλιστές θα ξεμείνουν κυριολεκτικά από ρευστό. 8. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΧΗ
Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι - όπως ψιθύρισε ο Καρλ Μαρξ στ' αυτιά των ανθρώπων - το αποτέλεσμα νόμων κοινωνικής εξέλιξης που οδηγούν νομοτελειακά στον σοσιαλισμό-μαρξισμό.
Αντίθετα, καθορίζεται από τις ιδέες που καθοδηγούν τους ανθρώπους. Εάν είστε πεπεισμένοι ότι ο σοσιαλισμός είναι το σύστημα που φέρνει τη σωτηρία, τότε θα κάνετε ό,τι περνάει από το χέρι σας για να εγκαθιδρύσετε τον σοσιαλισμό. Έτσι, για να σταματήσουμε και να αντιστρέψουμε αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο - την προέλαση του κράτους και την καταστολή του συστήματος της ελεύθερης αγοράς -
δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να μπούμε στον αγώνα υπέρ των ανώτερων ιδεών, να απομυθοποιήσουμε τις κακές ιδέες, να βοηθήσουμε τις καλές ιδέες —τις ιδέες υπέρ των ελεύθερων αγορών—να επικρατήσουν.
Από οικονομική άποψη, η μάχη έχει λήξει εδώ και πολύ καιρό:
είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι ο σοσιαλισμός και όλες οι εκδοχές του είναι καταδικασμένος σε αποτυχία, κι ότι η αποτυχία του, στην πραγματικότητα, δεν είναι τυχαία, αλλά ότι μπορεί να αναχθεί στη λειτουργία των οικονομικών νόμων. Αλλά επειδή
αυτή η γνώση δεν είναι διάχυτη στον πληθυσμό, πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους συνανθρώπους μας για τους κινδύνους που ενέχει ο σοσιαλισμός και όλες οι εκφάνσεις του. Πρέπει επίσης να εξηγήσουμε ότι αυτό που διαφημίζεται ως «πράσινες πολιτικές», και ως «μεγάλη επανεκκίνηση», προέρχεται κατευθείαν από το τσουκάλι της σοσιαλιστικής κακιάς μάγισσας, και αντιπροσωπεύει
μια επανέκδοση γνωστών σοσιαλιστικών ιδεών υπό ένα νέο μανδύα. Μπορούμε να εκπαιδεύσουμε τους συνανθρώπους μας, για παράδειγμα, στέλνοντάς τους άρθρα, podcast, βίντεο φιλελεύθερων στοχαστών, ή δίνοντας τα βιβλία τους σε μέλη της οικογένειάς μας, φίλους ή συναδέλφους. Και
πρέπει πάντα να δείχνουμε τη θετική εναλλακτική που ενυπάρχει στην διατήρηση και την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας, της ατομικής ελευθερίας και των ελεύθερων αγορών—και ότι η αποδοχή τους καθιστά δυνατή μια διαρκή, ειρηνική και παραγωγική συνύπαρξη των ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο.
Η συμμετοχή στη μάχη των ιδεών, η επικοινωνία των καλύτερων οικονομικών ιδεών, η επεξήγηση και η προώθηση της ανωτερότητας των ιδεών της ελεύθερης αγοράς, είναι ένας τρόπος να σταματήσει η άνοδος του νεο-σοσιαλισμού, μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
Είτε με το να εμπλακείτε εσείς οι ίδιοι ενεργά, είτε υποστηρίζοντας με θάρρος άλλους που πηγαίνουν σε πνευματική μάχη για αυτούς - όπως, για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Mises και άλλες δεξαμενές σκέψης στο πνεύμα της ελευθερίας και του φιλελευθερισμού.
***
Ο Δρ. Thorsten Polleit είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Degussa και επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bayreuth. Εργάζεται επίσης ως επενδυτικός σύμβουλος.
Πηγή - Διαμόρφωση/προσθήκες, φώτο-συνδέσμων : Α.Τ.
Βλ. επίσης :
Ο Aντικρατιστής: Ένας Eπαναστάτης για την εποχή μας