Η προαναφερθείσα μελέτη του καθηγητή Putnam είναι η μεγαλύτερη μελέτη
περί του κοινωνικού κεφαλαίου στις ΗΠΑ, διήρκεσε πέντε έτη και δείχνει ότι υπάρχει μία αρνητική σχέση μεταξύ της εθνοτικής διαφορετικότητας και
του κοινωνικού κεφαλαίου. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η εθνοτική
διαφορετικότητα μιας περιοχής, τόσο μειώνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ των
κατοίκων της ανεξαρτήτως της εθνικότητας τους. Μάλιστα, συμφωνά με τα
ευρήματα αυτής της μελέτης, η διαφορετικότητα μειώνει το κοινωνικό
κεφάλαιο όχι μόνο μεταξύ των εθνοτικών ομάδων αλλά και μεταξύ των μελών
της κάθε εθνοτικής ομάδας. Η κατάσταση αυτή κατόπιν έχει πολλές
αρνητικές συνέπειες στο κοινωνικό κεφάλαιο και στην κοινωνική συμμετοχή,
όπως την μειωμένη εμπιστοσύνη στην τοπική αυτοδιοίκηση και στα ΜΜΕ, στην
αποχή από τις τοπικές εκλογές, στην μη συμμετοχή στον εθελοντισμό, σε μικρότερο
αριθμό στενών φίλων, χαμηλότερο βαθμό ευτυχίας και αντίληψης ποιότητας
ζωής και περισσότερη παρακολούθηση τηλεόρασης.
Μάλιστα, τα ευρήματα του
καθηγητή Putnam είναι δύσκολο να αντικρουσθούν καθώς ο ίδιος και οι
συνεργάτες του, προκειμένου να απομονώσουν και να εντοπίσουν τις
συνέπειες της εθνοτικής διαφορετικότητας, έλαβαν υπ' όψιν τους έναν ευρύ
κατάλογο άλλων παραγόντων, όπως ή ανισότητα, ή φτώχεια, ή εκπαίδευση και
ή οικιστική κινητικότητα. Κατά τον Putnam και τους συνεργάτες του, η
διαφορετικότητα προκαλεί ανομία και κοινωνική απομόνωση επηρεάζοντας
γυναίκες και άνδρες στον ίδιο βαθμό, επηρεάζοντας εξίσου ανθρώπους κάθε
ηλικίας, επηρεάζοντας τους συντηρητικούς σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ότι
τους πολιτικά φιλελεύθερους (αλλά και οι τελευταίοι επηρεάζονται και
αυτοί σε σημαντικό βαθμό), επηρεάζοντας τους λευκούς πολύ περισσότερο
απ' ότι τους μη λευκούς (αλλά οι αρνητικές επιπτώσεις της
διαφορετικότητας είναι ορατές επίσης στους μη λευκούς).
Τα ευρήματα και τα συμπεράσματα των μελετών του Putnam συμφωνούν με τα
αντίστοιχα συμπεράσματα μελετών για τον Καναδά. Όπως τονίζουν οι Reitz και Banerjee του Πανεπιστημίου του Τορόντο : «Η εθνοφυλετική
διαφορετικότητα μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την συνεκτικότητα μίας
κοινωνίας με δύο τρόπους. Όταν η διαφορετικότητα οδηγεί στην ανισότητα,
μπορεί να υπονομεύσει την αίσθηση της δικαιοσύνης και του άνήκειν μεταξύ
ατόμων και ομάδων. Η φυλετική διαφορετικότητα μπορεί επίσης να
αποδυναμώσει το αίσθημα περί κοινότητας, των δεσμεύσεων και των
κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων, επηρεάζοντας με αυτόν τον
τρόπο την ικανότητα τους να συνεργασθούν για την επίτευξη κοινών στόχων.
Κάθε διάσταση είναι σημαντική από μόνη της, και μπορούν να έχουν μία
συνδυασμένη επίπτωση στην κοινωνική συνοχή». Μάλιστα, όπως τονίζουν οι
Reitz και Banerjee «τα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομική ενσωμάτωση δεν
εγγυάται την κοινωνική ενσωμάτωση, παρ' όλο που μπορεί να συνεισφέρει σε
αυτήν».
Επομένως, είναι εντελώς αντίθετη της πραγματικότητας η άποψη του (τότε)
υπουργού Εσωτερικών Προκοπή Παυλόπουλου ότι : «η πολιτισμική
διαφορετικότητα... συνιστά και παράγοντα πολιτισμικής και κοινωνικής
προόδου... Άλλα και, περαιτέρω, η ενίσχυση της διαφορετικότητας, όχι
μόνο δεν πλήττει, άλλα, αντίθετα, ενισχύει και θέτει υγιείς βάσεις για την κοινωνική συνοχή, δεδομένου ότι προωθεί την ομαλή ένταξη των
πληθυσμιακών ομάδων με ιδιαιτερότητες στην κοινωνία, συμβάλλοντας, έτσι,
στην τόνωση του κοινωνικού ιστού».
Η μεγαλύτερη αδυναμία ενός ηγέτη μπορεί να εκφραστεί με δύο λέξεις:
ευσεβείς πόθοι. Και δυστυχώς αυτοί οι ευσεβείς πόθοι αποτελούν
υποκατάστατο πολιτικής τόσο για την ελληνική όσο και για την ευρωπαϊκή
πολιτική και την ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική ελίτ, παρά το γεγονός ότι δεν
επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα. Το αντίθετο μάλιστα.
Η μελέτη τον Laszlo Thomay
Ήδη από το 2003, το «Κουτί της Πανδώρας», είχε κάνει λόγο για τις
πολυπολιτισμικές κοινωνίες και τα αξεπέραστα προβλήματα που
αντιμετωπίζουν. Μάλιστα, είχε κάνει αναφορά στην μελέτη του Laszlo
Thomay, ο οποίος κατόπιν παρατηρήσεως της εξέλιξης των φυλετικών
σχέσεων σε δεκαέξι χώρες σε διάφορες Ηπείρους (π.χ. Νότια Αφρική, ΗΠΑ,
Βέλγιο, Νιγηρία, Καναδάς, Γιουγκοσλαβία, Ελβετία) κατέληξε στην
διατύπωση ενός «Φυσικού Νόμου» των φυλετικών σχέσεων.
Κατά τον Thomay, ο
νόμος αυτός έχει ως εξής: «Άνθρωποι διαφορετικών φυλών, εθνικοτήτων,
γλωσσών ή πολιτισμών δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά και αρμονικά εντός των ορίων του ιδίου κράτους αν η μειονότητα υπερβεί ένα συγκεκριμένο
ποσοστό τον συνολικού πληθυσμού. Εξαιρέσεις μπορεί να συμβούν λόγω
μείωσης του ουσιαστικού μεγέθους της μειονότητας, όταν ή μειονότητα ζει σε μία γεωγραφικώς χωριστή περιοχή υπό πλήρη αυτονομία, και/ή η
μειονότητα είναι διατεθειμένη, και μπορεί να απορροφηθεί από την
πλειονότητα, και/ή η μειονότητα είναι πολύ μικρή και αποφεύγει κάθε
δράση πού θεωρείται προκλητική από την πλειονότητα». Μάλιστα, ο Thomay
υπολογίζει ότι αναλόγως των επικρατουσών συνθηκών σε κάθε περίπτωση το
μέγιστο μέγεθος μίας μειονότητας, το όποιο αν ξεπεραστεί θα οδηγήσει σε
φυλετικές εντάσεις και προστριβές, κυμαίνεται από 1% έως 5% του
συνολικού πληθυσμού.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Thomay : «Άνθρωποι μπορεί να γίνονται
δεκτοί σε μία άλλη χώρα, ακόμα και να ενθαρρύνονται να μεταναστεύσουν,
αλλά είναι θέμα της χώρας υποδοχής να ορίσει ποιοι, πόσοι και υπό ποιες
συνθήκες θα γίνουν δεκτοί» . Γι' αυτό και ο Thomay υποστηρίζει ότι
«μετανάστες θα πρέπει να γίνονται δεκτοί μόνον εάν ο φιλοξενών πληθυσμός
τους επιθυμεί και μόνο εαν είναι διατεθειμένοι και μπορούν να ενσωματωθούν
στον φιλοξενούντα πληθυσμό. Και εδώ είναι το πρόβλημα: ενώ κάποιοι
μετανάστες μπορεί να είναι εντελώς πρόθυμοι να απορροφηθούν, αν όχι
αμέσως τότε σε δυο η τρεις γενιές, μπορεί να μην μπορούν να το επιτύχουν
λόγω της ορατότητας τους [φυλετική, πολιτισμική και γλωσσική
διαφορετικότητα]».
Δηλαδή δεν αρκεί μόνο να είναι οι μετανάστες διατεθειμένοι να
ενσωματωθούν αλλά και να μπορούν να το επιτύχουν με το να μην διαφέρουν
σημαντικά και να μην διακρίνονται εύκολα από τα μέλη του φιλοξενούντος
πληθυσμού.
Κατά τόν Thomay, προκειμένου να υπάρχει φυλετική αρμονία και
ειρήνη, θα πρέπει να εμποδίζεται ή δημιουργία νέων μειονοτήτων, οι
όποιες δεν μπορούν να ταιριάξουν στον ιστό της νέας χώρας φιλοξενίας.
Ακόμα και αν έρχονται ως μετανάστες άτομα φυλετικώς ή πολιτισμικώς
συγγενή, η κυβέρνηση της χώρας προορισμού, με πολλή προσοχή, πρέπει να
θέσει αριθμητικά όρια στην είσοδό τους, ώστε να μην προκληθεί η εντύπωση πλημμύρας μεταναστών.
|
Έβρος-Οκτώβρης 2022
|
Όταν οι εισερχόμενοι μετανάστες προέρχονται από
χώρες με εντελώς διαφορετικό πολιτισμό ή είναι εντελώς διαφορετικής
φυλής, τότε θα πρέπει να γίνονται δεκτοί πολύ λίγοι εξ' αυτών. Στην
περίπτωση αυτή ο Thomay θεωρεί ότι, προτού επιτραπεί η περαιτέρω εισδοχή
μεταναστών, πρωταρχική αρχή θα πρέπει να είναι να έχει επιτευχθεί η
πλήρης ενσωμάτωση των ήδη εγκατεστημένων μεταναστών και οι παλιές
προκαταλήψεις τους να έχουν εκλείψει ή τουλάχιστον να έχουν μειωθεί
σημαντικά.
Μία μειονότητα προκειμένου, κατά τόν Thomay, να συμβιώσει με την
πλειονότητα, όσο το δυνατόν αρμονικότερα θα πρέπει να μειώσει τις
διαφορές της από την πλειονότητα. Αυτό για να το πετύχει θα πρέπει :
α) να
μάθει την γλώσσα της πλειονότητας τόσο καλά όσο την μητρική της,
β) να
δείχνει σεβασμό και κατανόηση για τις πολιτισμικές αξίες της
πλειονότητας, και
γ) να μην προσπαθήσει να επιβάλλει τις προτιμήσεις της
στην πλειονότητα.
Μάλιστα, όπως τονίζει ο Thomay : «Οι πιθανότητες μίας
νέας μειονότητας να απορροφηθεί μειώνονται σημαντικά αν η μειονότητα
διαμορφώνεται μέσω μετανάστευσης σε άλλη χώρα με πολύ μεγάλους αριθμούς,
απότομα, μέσα σε μικρή χρονική περίοδο». Η περιγραφή αυτή ταιριάζει
απόλυτα με την περίπτωση της αθρόας εισροής Αλβανών αλλά και μουσουλμάνων
μεταναστών στην Ελλάδα από το 1990 και μετά...
Η μελέτη του Tatu Vanhanen
Μία μελέτη παρόμοια με του Thomay, αλλά πλήρως επιστημονική και
περιλαμβάνουσα πολύ περισσότερες περιπτώσεις χωρών διενεργήθηκε από τόν
καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι Tatu
Vanhanen. Η μελέτη του Vanhanen κάλυψε 148 σύγχρονα κράτη με πληθυσμό
άνω του ενός εκατομμυρίου κατά την περίοδο 1990-1996 και το κεντρικό της
επιχείρημα ήταν ότι ένα σημαντικό τμήμα της οικουμενικότητας των εθνοτικων συγκρούσεων μπορεί να εξηγηθεί από την εξελιχθείσα προδιάθεση
των ανθρώπων προς την εθνοτική οικογενειοκρατία (ethnic nepotism), η
οποία θεωρείται ως μία προέκταση της οικογενειοκρατίας.
«Τα μέλη μίας
εθνοτικής ομάδας τείνουν να δείχνουν προτίμηση προς τα μέλη της ομάδας
τους σε σύγκριση με τα μη-μέλη γιατί σχετίζονται πιο στενά με τα μέλη
της ομάδας τους παρά με τους "ξένους". Αυτή η διάθεση να δείχνεται
προτίμηση προς τους συγγενείς σε σύγκριση με τους μη-συγγενείς αποκτά
σημασία στην κοινωνική ζωή και στην πολιτική, όταν άνθρωποι και ομάδες
ανθρώπων πρέπει να ανταγωνιστούν για περιορισμένους πόρους».
Σύμφωνα μέ τόν Vanhanen : «Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ εθνοτικων
ομάδων είναι αναπόφευκτες γιατί οι εθνοτικές ομάδες είναι ομάδες
γενετικής συγγένειας και γιατί ο αγώνας της ύπαρξης άφορα την επιβίωση
των γονιδίων μας μέσω των απογόνων μας και αυτών των συγγενών μας. Γι'
αυτό είναι λογικό να συμμαχούν οι συγγενείς σε πολιτικούς και άλλους
αγώνες για περιορισμένους πόρους και για επιβίωση. Η συμπεριφορική μας
προδιάθεση προς των εθνοτική οικογενειοκρατία εξελίχθηκε από τον αγώνα για την ύπαρξη γιατί ήταν λογική και χρήσιμη. Είναι εύλογο να
υποθέσουμε ότι την έθνοτική οικογενειοκρατία την συμμερίζονται εξ' ίσου και όλοι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί».
Το θεωρητικό αυτό επιχείρημα του Vanhanen αποκρυσταλλώθηκε σε τρεις
βασικές υποθέσεις στις όποιες απάντησε ή ερευνά του:
1) Σημαντικές έθνοτικές διαιρέσεις τείνουν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις εθνοτικών συμφερόντων σε όλες τις κοινωνίες,
2) Όσο πιο εθνοτικά
διαιρεμένη είναι μία κοινωνία, τόσο οι πολιτικές και άλλες συγκρούσεις
συμφερόντων τείνουν να διαχέονται με βάση τις εθνοτικές διαιρέσεις, και
3) Πολιτικοί θεσμοί, που βασίζονται στις αρχές της ισόρροπης
αμοιβαιότητας θα είναι περισσότερο προσαρμοσμένοι στο να αμβλύνουν εθνοτικές συγκρούσεις σε σύγκριση με θεσμούς προκατειλημμένους να
δείχνουν προτίμηση σε κάποιους και να κάνουν διακρίσεις σε βάρος κάποιων
άλλων εθνοτικών ομάδων.
Από την έρευνα του Vanhanen εξήχθη ότι - αναφορικά με την πρώτη υπόθεση
- «Εθνοτικές συγκρούσεις έχουν προκύψει σχεδόν σε όλες τις εθνοτικά
διαιρεμένες κοινωνίες, πράγμα που υπονοεί ότι πρόκειται για ένα
οικουμενικό ανθρώπινο φαινόμενο.
Παντού στις εθνοτικά διαιρεμένες
κοινωνίες οι άνθρωποι που άνηκαν στην ίδια εθνοτικη ομάδα έτειναν να
ευθυγραμμίζονται με τους συγγενείς τους στις συγκρούσεις κοινωνικού και
πολιτικού συμφέροντος... 'Έφθασα στο συμπέρασμα ότι ή εθνοτικη
οικογενειοκρατία παρέχει την υπέρτατη εξελικτική εξήγηση για την
οικουμενικότητα των εθνοτικών συγκρούσεων. Είναι δύσκολο να φανταστούμε
κάποια πολιτισμική εξήγηση για την εμφάνιση εθνοτικών συγκρούσεων σε
όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες».
Αναφορικά με την δεύτερη υπόθεση ότι ο
βαθμός εθνοτικών συγκρούσεων εξαρτάται από τον βαθμό εθνοτικής
ανομοιογένειας «τα αποτελέσματα της ανάλυσης των συσχετίσεων δείχνουν ότι ο βαθμός εθνοτικής ετερογένειας [η ύπαρξη φυλετικών, εθνοτικών,
γλωσσικών, θρησκευτικών διαφορών] εξηγούσε στατιστικά το 53% της
μεταβολής του βαθμού των εθνοτικών συγκρούσεων στην ομάδα σύγκρισης των
148 χωρών την περίοδο 1990-1996. Στην μεγαλύτερη ομάδα σύγκρισης των 183
χωρών, ή οποία περιλάμβανε επίσης 35 χώρες με λιγότερο από ένα
εκατομμύριο κατοίκους, το επεξηγούμενο τμήμα της μεταβολής των εθνοτικών
συγκρούσεων ήταν 55%. Το τμήμα της επεξηγούμενης μεταβολής είναι πολύ
υψηλό.
Τα αποτελέσματα αυτά συνεπάγονται ότι η εθνοτική οικογενειοκρατία
όχι μόνο οδηγεί στην ανάδυση εθνοτικών συγκρούσεων άλλα επίσης εξηγεί ένα σημαντικό τμήμα της μεταβολής στον βαθμό των εθνοτικών συγκρούσεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η τάση της συσχέτισης είναι η ίδια και στις
τέσσερις υποομάδες των Ηπείρων, παρ' όλο πού ή ισχύς τής συσχέτισης
ποικίλλει. Η περιφερειακή σταθερότητα των συσχετίσεων υποστηρίζει την
υπόθεση περί οικουμενικότητας αυτής της σχέσεως. Το ερώτημα δεν άφορα
κάποιο γεωγραφικά ή πολιτισμικά περιορισμένο φαινόμενο.
Στις εθνοτικές
συγκρούσεις, οι άνθρωποι φαίνεται να ακολουθούν μία παρόμοια τάση
συμπεριφοράς σε όλα τα υπάρχοντα πολιτισμικά και πολιτιστικά όρια και τα
όρια της οικονομικής ανάπτυξης. «Όσο περισσότερο ο πληθυσμός διαιρείται σε
ξεχωριστές εθνοτικές ομάδες, τόσο περισσότερο εκείνες φαίνονται στις
συγκρούσεις συμφερόντων να οργανώνονται με βάση, τις εθνοτικές γραμμές και τόσο περισσότερο τείνουν να καταφεύγουν στην βία & στις εθνοτικές
συγκρούσεις».
Και συνεχίζει ό Vanhanen : «Παρ' όλ' αυτά, το ανεξήγητο τμήμα της
μεταβολής στις εθνοτικές συγκρούσεις ήταν σχεδόν το μισό (47%). Αυτό
σημαίνει ότι η μεταβολή στον βαθμό των εθνοτικών συγκρούσεων δεν
εξαρτάται μόνο από τον βαθμό εθνοτικής ετερογένειας άλλα επίσης και σε
ποικίλους άλλους παράγοντες...
Δεν υποθέτω ούτε ισχυρίζομαι ότι η εθνοτική οικογενειοκρατία είναι ο μόνος παράγων που επηρεάζει την
μεταβολή των εθνοτικών συγκρούσεων... Υποθέτω μόνον ότι η εθνοτική οικογενειοκρατία είναι η πιο σημαντική σταθερά και πιθανότατα ο πιο
σημαντικός επεξηγηματικός λόγος. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των
συσχετίσεων υποστηρίζουν αυτήν την υπόθεση».
Επιπλέον η έρευνα του Vanhanen, προς δυστυχία των μετα-μοντερνιστών και
των οπαδών της πολυπολιτισμικότητας, έδειξε ότι : «Η δημοκρατία ως τέτοια
δεν φαίνεται να επαρκεί για να αποτρέψει τις εθνοτικές συγκρούσεις, παρ'
όλο που είναι πιθανόν ότι η δημοκρατία βοηθά αυτές να θεσμοποιηθούν».
Επιπλέον, τα ευρήματα της έρευνας του Vanhanen, υποστήριξαν την
υπόθεση ότι : «Ο κοινοβουλευτισμός, το αναλογικό εκλογικό σύστημα και η
συναινετική δημοκρατία δεν οδηγούν σε χαμηλότερα επίπεδα εθνοτικών
συγκρούσεων».
Ομοίως, τα ευρήματα έδειξαν ότι : «Οι πλούσιες και πολύ
ανεπτυγμένες χώρες φαίνεται να είναι σχεδόν το ίδιο ευάλωτες στις εθνοτικές συγκρούσεις όσο και οι φτωχές και παραδοσιακές κοινωνίες.
Σύμφωνα με την ερμηνεία μου, αυτό οφείλεται στο ότι όλοι οι ανθρώπινοι
πληθυσμοί μοιράζονται την ίδια εξελιχθείσα προδιάθεση για εθνοτικη οικογενειοκρατία»...
«Η ανάλυση των εναλλακτικών επεξηγηματικών μεταβλητών υποστηρίζει
εμμέσως, το κεντρικό επιχείρημα αυτής της μελέτης, σύμφωνα με το όποιο η εξελιχθείσα ανθρώπινη προδιάθεση προς εθνοτικη οικογενειοκρατία παρέχει
την καλύτερη και πιο οικουμενική εξήγηση για την εμφάνιση εθνοτικών
συγκρούσεων σε όλες τις εθνοτικά διαιρεμένες κοινωνίες και επίσης για
την μεταβολή στην έκταση και ένταση των εθνοτικών συγκρούσεων. Επιπλέον,
λόγω του ότι οι ρίζες των εθνοτικών συγκρούσεων φαίνεται να βρίσκονται
στην ανθρώπινη φύση, δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να αποφευχθούν».
Μάλιστα ο Vanhanen τονίζει ότι : «Οι παρατηρήσεις στις Ευρωπαϊκές χώρες
καταδεικνύουν ότι ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και
εκβιομηχάνισης δεν εξαλείφει τις εκφράσεις εθνοτικής οικογενειοκρατίας,
παρ' όλο που φαίνεται να είναι ευκολότερο να θεσμοποιηθούν οι εθνοτικές
συγκρούσεις σε κοινωνικο οικονομικά πολύ ανεπτυγμένες χώρες παρά σε
λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Στην Δυτική Ευρώπη, όπου οι γηγενείς
πληθυσμοί είναι σχετικά εθνοτικά ομοιογενείς, οι βασικές εθνοτικές
συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των γηγενών και των μη Ευρωπαίων
μεταναστών. Καθώς η πίεση της μετανάστευσης από φτωχά μέρη του κόσμου
στην Δυτική Ευρώπη αυξάνεται συνεχώς, είναι λογικό να αναμένουμε ότι
αυτές οι συγκρούσεις θα αυξηθούν παρά θα μειωθούν στο μέλλον».
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Vanhanen : «Είναι πιο εύκολο να
δημιουργηθούν αρμονικές κοινωνικές σχέσεις σε εθνοτικά ομοιογενείς
κοινωνίες παρά σε εθνοτικά διαιρεμένες γιατί οι άνθρωποι βοηθούν
περισσότερο τους άλλους στις εθνοτικά ομοιογενείς κοινωνίες».
Τα παραπάνω προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού
"ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ; ΟΧΙ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!"