20 Οκτ 2020

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΟ ΧΑΒΙΑΡΙ : ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ... Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, Ο ΦΙΛΙΚΟΣ, Ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ, Ο ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ, Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ...


Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά στις 24 Ιουνίου του 1745. Πατέρας του ήταν ο σπουδαίος καραβοκύρης του νησιού, καπετάν Ανδρέας Λεοντής και μάνα του η Μαρία (δεν περισώθηκε το πατρώνυμό της), γνωστή καλύτερα σαν Μαρού.

Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του έλειπε σε ταξίδι. Στην επιστροφή, την ώρα που το δικάταρτο καράβι του έμπαινε στο μικρό λιμάνι του νησιού, ο καπετάν Ανδρέας αγνάντευε να δει τη Μαρού, που συνήθιζε πάντα να κατεβαίνει να τον προϋπαντήσει.

Όταν δεν την είδε, ανησύχησε. Όμως, μέσα στο πλήθος, ξεχώρισε τη γριά παραμάνα του σπιτιού.Έτσι σαν άραξε, πήδηξε στο νερό και έτρεξε προς το μέρος της. Τότε εκείνη του έδωσε το χαρμόσυνο μαντάτο: «Καλορίζικος ο γιός σου, καπετάν Ανδρέα».

Εκείνος τράβηξε την πιστόλα του και έριξε μια κουμπουριά στον αέρα. Λίγες μέρες αργότερα έγιναν και τα βαφτίσια στο μικρό μοναστήρι της Παναγιάς. Του έδωσαν το όνομα Γιάννης, επειδή γεννήθηκε ανήμερα της γιορτής του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου.

Το παρανόμι «βαρβάκι», ο Γιάννης το απόκτησε σε μικρή ηλικία από τους συνομήλικούς τoυ, επειδή είχε μεγάλα βλοσυρά μάτια και ορμητικότητα, όπως τα «βαρβάκια». Εκείνα τα αρπακτικά πoυλιά που αφθονούσαν στο νησί, κάτι ανάμεσα σε γεράκι και κουκουβάγια. Όπως φαίνεται το παρανόμι αυτό του άρεσε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισε να το διατηρήσει σαν επώνυμο.

Με το επώνυμο «Βαρβάκης» γράφτηκε στην lστορία, ενώ αργότερα έγινε και τίτλος ευγενείας στην τσαρική Ρωσία. (Πουθενά δεν αναφέρεται το επώνυμο «Λεοντής» ή «Λεοντίδης», ούτε στο «Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών» τoυ Κωνσταντίνου Νικοδήμου, ούτε στο «Αρχείον των Ψαρών»).


ΧΑΡΤΗΣ ΨΑΡΩΝ 1582-1591


Οι Ψαριανοί έγιναν θαλασσινοί στις αρχές του 18ου αιώνα, επειδή η λιγοστή γη του νησιού τους δεν έφτανε για να τους θρέψει. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ανδρέας Λεοντής, ο οποίος σύντομα έγινε μεγάλος καραβοκύρης. Γράμματα δε γνώριζε πολλά, όπως όλοι σχεδόν της εποχής του θαλασσόβιοι Ψαριανοί, αργότερα όμως ασκήθηκε περισσότερο για να μπορέσει να διαβάζει και να γράψει καλύτερα. Ήταν δεν ήταν τότε στα οκτώ του, όταν ο πατέρας του Γιάννη άρχισε να του μαθαίνει τη ναυτική τέχνη και πώς να κουμαντάρει τη θάλασσα. Πριν κλείσει καλά-καλά τα δέκα του, ήξερε κιόλας να χρησιμοποιεί την πιστόλα, το τουφέκι και το κανόνι.

Τη ναυτική του ζωή την ξεκίνησε σαν μούτσος στο καράβι του πατέρα του. Στη συνέχεια έγινε ναύτης, έχοντας τα ίδια δικαιώματα με το υπόλοιπο τσούρμο του καραβιού. Στα δεκαπέντε του χρόνια, ο πατέρας του τον έκανε παρτσινέβελο (μεριδιούχο-συνεταίρο) στο καράβι του. Η θάλασσα τον είχε ανδρώσει σε σημείο να δείχνει μεγαλύτερος στην ηλικία και στο μυαλό. Όλο το τσούρμο τον θαύμαζε για την αντοχή του στις στερήσεις και στις κακουχίες, για τη γενναιοψυχία του στους κινδύνους και την τιμιότητά του στις συναλλαγές. Προπαντός όμως, για τις ναυτικές του γνώσεις και την ικανότητα που είχε να επιβάλλεται χωρίς να προσβάλλει. Ποτέ του δεν θέλησε να ξεχωρίσει τον εαυτό του σαν γιός του καπετάνιου.


Όταν έφτασε τα δεκαεπτά του χρόνια, ο πατέρας του εκτιμώντας την αξία του, του πλήρωσε το μερίδιο που του αναλογούσε από τα κέρδη του καραβιού του και τον παρότρυνε να ναυπηγήσει ένα δικό του καράβι. Έτσι ναυπήγησε μια «γαλιότα» με μήκος 42 μέτρα, πλάτος 5 μέτρα και εκτόπισμα γύρω στους 100 τόνους. Με χαμηλή και μυτερή πλώρη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν εμπορικό, αναγνωριστικό, πειρατικό και καταδρομικό ή πυρπολικό σκάφος.

Για οπλισμό προβλέφθηκαν δυο κανόνια στην πλώρη και για πλήρωμα κάπου 100 άνδρες. Ο Βαρβάκης κάλεσε όσους από τους συνομηλίκούς του επιθυμούσαν να τον ακολουθήσουν στην προσπάθειά του και άρχισε τα ταξίδια. Αρχικά στο Αιγαίο και αργότερα πιο μακριά. Έτσι, σε ηλικία μόλις 20 χρονών, αρχίζει να βγάζει τους πρώτους του παράδες. Πολλές φορές συμμετέχει στο πλευρό των Άγγλων εναντίον οθωμανικών και γαλλικών καραβιών, με σκοπό να κρατήσουν ανοικτή τη θάλασσα προς τις Ινδίες.


Πολύ πριν από την κάθοδο των Ρώσων στο Αιγαίο στα 1770, πολλοί νησιώτες καπεταναίοι είχαν ήδη επιδοθεί σε καταδρομές κατά των Οθωμανών. Οι Ψαριανοί που είχαν συνηθίσει στην πειρατεία δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Ονομαστός σαν κουρσάρος είχε στο αναμεταξύ γίνει και ο Βαρβάκης. Σύμφωνα μάλιστα με Ρωσικές πηγές, αυτόν τον «αποφασιστικό, αεικίνητο και παράτολμο Έλληνα» οι Οθωμανοί θεωρούσαν σαν τον πιο τρομερό πειρατή στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου.

Αυτό εξόργιζε αφάνταστα τον Σουλτάνο που επικήρυξε το κεφάλι του Βαρβάκη για χίλια πιάστρα (νόμισμα του Οθωμανικού Κράτους και της Αιγύπτου), ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Αυτό είχε σαν συνέπεια να τον κυνηγούν πολλοί και από παντού. Παράλληλα διέταξε να βγει μια μεγάλη αρμάδα με διοικητή τον Καπουδάν-Πασά και να κατευθυνθεί προς τα Ψαρά, με σκοπό να συλλάβει τον Βαρβάκη. Όταν η αρμάδα έφτασε στο νησί, ο Πασάς απαίτησε από τους Προεστούς να του παραδώσουν τους καπεταναίους, αλλιώς, απείλησε, θα έκαιγε το νησί. Μόνο το μεγάλο ρουσφέτι έσωσε τους Ψαριανούς από την καταστροφή!


Στα 1768, 23 χρονών τότε, ο Βαρβάκης πηγαίνει στα Ψαρά να επισκεφτεί τους γονείς του. Στο νησί θα μείνει κάμποσο καιρό, όπου και θα παντρευτεί τη Μαρία. Παράλληλα θα προβληματιστεί και για το πώς θα έπρεπε να πορευτεί, καθώς ο οθωμανικός στόλος κυνηγούσε ασταμάτητα τα ρωμαίικα καράβια, τα κατάστρεφε όπου τα συναντούσε και αιχμαλώτιζε ή σκότωνε το τσούρμο τους. Στο διάστημα αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση, αφού πρωτύτερα συμβουλεύτηκε τον γέρο καπετάν Ανδρέα. Χάρισε τη «γαλιότα» του στους ναύτες του, πούλησε την περιουσία του και με τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του αγόρασε από ξένο ταρσανά μια καινούργια «σεμπέκα». Αφού την αρμάτωσε με είκοσι κανόνια, δέκα σε κάθε μπάντα, και την επάνδρωσε μόνο με εθελοντές, ξεκίνησε να συναντήσει τον Αρχηγό του ρωσικού στόλου Alexei Grigoryevich Orlov (Алексей Григорьевич Орлов), ο οποίος είχε κατέβει προς την Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους επαναστατημένους Έλληνες της Μάνης.


Στη συνάντηση που είχε με τον Orlov, ο Βαρβάκης του δήλωσε πως μοναδική του επιθυμία ήταν να ενταχτεί στο πλευρό της Ρωσίας στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών, του κοινού εχθρού τους. Ο συνομιλητής του δεν άργησε να καταλάβει πώς ο μελαχρινός νέος άνδρας που είχε απέναντί του, γνώριζε πολύ καλά τις ελληνικές θάλασσες και πως είχε μεγάλη πολεμική πείρα στις καταδρομές.

Δέχτηκε λοιπόν την πρότασή του σαν θείο δώρο, αφού στις ναυμαχίες που είχαν προηγηθεί, ο οθωμανικός στόλος για να αποφύγει την πανωλεθρία του, στράφηκε προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι ο Orlov, μη γνωρίζοντας καλά την περιοχή, ζήτησε από τον Βαρβάκη να προσπαθήσει εκείνος να εντοπίσει πού βρίσκονταν αγκυροβολημένος ο εχθρικός στόλος και να τον ειδοποιήσει. Ετοιμόλογος και ψύχραιμος ο Βαρβάκης, του αποκρίθηκε με βεβαιότητα πως δεν χρειαζόταν να ψάξει, αφού ο οθωμανικός στόλος δεν είχε πού αλλού να καταφύγει, παρά μόνο στη Σμύρνη ή στον κόλπο του Çeşme.


Ήταν 24 Ιουνίου του 1770, ανήμερα του Γενέσιου του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου. Ανήμερα της γιορτής του και μέρα που πριν από 25 χρόνια είχε γεννηθεί. Μόνο που τώρα πήγαινε σίγουρα σε βέβαιο θάνατο. Δυο μέρες αργότερα, με το σούρουπο, άρχισε η ναυμαχία του Çeşme. Η πιο μεγάλη ναυμαχία, μετά από εκείνη στον κόλπο της Ναυπάκτου, που είχε γίνει στα 1571, δύο αιώνες πιο πριν.

Σύμφωνα με το σχέδιο, την αρχή την έκαναν τρία πυρπολικά. Το πρώτο ήταν του Ρώσου υπολοχαγού Ιλίν, το δεύτερο ήταν του Βαρβάκη και ακολουθούσε ένα τρίτο. Μετά από λίγο ο Ιλίν κατάφερε να τινάξει στον αέρα μια μεγάλη εχθρική «φρεγάτα». Μέσα στον ορυμαγδό που ακολούθησε, οι Οθωμανοί δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία της «σεμπέκας» του Βαρβάκη. Έτσι εκείνος, με επιδέξιες μανούβρες κατάφερε να τη γαντζώσει πάνω σε ένα «ντελίνι», πιθανόν τη ναυαρχίδα.

Στη συνέχεια πρόσταξε τους ναύτες του να μπουν στη «σκαμπαβία» (μικρή βάρκα του πυρπολικού) και περίμενε λίγο να ξεμακρύνουν. Όταν έμεινε μόνος, άναψε το δαυλί και έβαλε φωτιά στα καραβόπανα που βρίσκονταν μουσκεμένα με νέφτι στην πλώρη. Οι Οθωμανοί τα έχασαν. Άρχισαν να πυροβολούν σαν τρελοί προσπαθώντας να πετύχουν τον τολμηρό μπουρλοτιέρη, αλλά δεν τα κατάφερναν. Σε λίγο έσκασε το μπουρλότο και τίναξε το μεγάλο καράβι στον αέρα. Από την έκρηξη τινάχτηκε και ο ίδιος στη θάλασσα, από όπου πρόλαβαν οι Ρώσοι να τον περιμάζεψαν μισοπεθαμένο. Πολύ σύντομα, οι φλόγες μεταδόθηκαν και στα άλλα καράβια της Οθωμανικής αρμάδας. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Μόνο ένα μεγάλο καράβι και πέντε μικρότερα γλύτωσαν από τη φωτιά και αιχμαλωτίστηκαν στη συνέχεια από τους Ρώσους.

Μετά τη ναυμαχία, Ο ναύαρχος Grigory Andreyevich Spiridov (Григорий Андреевич Спиридов) ονόμασε τον Βαρβάκη «Ήρωα του Çeşme», ενώ ο Orlov τον κάλεσε στη ναυαρχίδα του και αφού τον συγχάρηκε για το κατόρθωμά του, τον ρώτησε αν ήθελε να του κάνει κάποια χάρη. Ο Βαρβάκης του απάντησε θλιμμένα: «Δεν έχω πια καράβι … ». Με απόφαση της Αικατερίνης Β΄, ο Ψαριανός καπετάνιος εντάχτηκε στις στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορικής Ρωσίας με τον βαθμό του Υπολοχαγού και έδωσε εντολή να του καταβληθεί μια αποζημίωση για να μπορέσει να αντικαταστήσει το καράβι του.


Ο Βαρβάκης μετά την καταστροφή του Οθωμανικού στόλου και του δικού του καραβιού, γύρισε στα Ψαρά. Εκεί ναυπήγησε ένα μεγαλύτερο καράβι στον «ταρσανά» (ναυπηγείο) του νησιού, το οποίο αρμάτωσε με 26 κανόνια. Όμως το καράβι αυτό δεν πρόλαβε να το ρίξει στον Αγώνα, καθώς η Αικατερίνη Β΄ στο αναμεταξύ είχε υπογράψει «Συνθήκη Ειρήνης» με τους Οθωμανούς στο Κιουτσούκ Καϊναρτζή (Küçük Kaynarca), ένα χωριό που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία.

Η Ρωσία με τη Συνθήκη αυτή έβαλε τη σφραγίδα στην τυπική έναρξη της διαδικασίας για την επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», καθώς όριζε πως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες γίνονταν αυτόνομες κάτω από τη ρωσική προστασία, η χριστιανική θρησκεία ανακηρυσσόταν προστατευόμενη στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ρωσία αναδεικνυόταν προστάτιδα των υπόδουλων χριστιανών. Πέντε χρόνια αργότερα (1779), μια συμπληρωματική παράγραφος προέβλεπε ελευθερία ναυσιπλοΐας για τα πλοία που έφεραν ρωσική σημαία.

Η Συνθήκη επικυρώθηκε στις 15 Ιουλίου 1774, υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από τους πληρεξούσιους της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ και του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ (Abdülhamid Ι), δηλαδή από τον αρχιστράτηγο των Ρωσικών δυνάμεων κόμη Pyotr Alexandrovich Rumyantsev-Zadunaisky (Пётр Александрович Румянцев-Задунайский) και το μεγάλο Βεζίρη Muhsinzade Mehmet Paşa και τέθηκε σε ανέκκλητη ισχύ και άμεση εφαρμογή με την έγκριση της Αικατερίνης Β΄ στις 11 Αυγούστου του 1774. Με την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες καραβοκύριδες, όπως και η ναυπήγηση καραβιών μεγάλου εκτοπίσματος.

Χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά. Γενικά οι Έλληνες (στεριανοί και νησιώτες) υποτάσσονταν ηθελημένα στους Ρώσους και πολλοί από αυτούς, μετά την υπογραφή της Συνθήκης, εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία ιδρύοντας νέους οικισμούς σε εκτάσεις που τους παραχώρησε η Αικατερίνη Β΄.


Μετά από όλα αυτά, ο Βαρβάκης μετέτρεψε το καράβι του σε εμπορικό και άρχισε τα ταξίδια στο Λιβόρνο. Ήταν η εποχή που πολλοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι με διεθνείς διασυνδέσεις, χρησιμοποιούσαν το λιμάνι αυτό σαν μία από τις βάσεις τους στη Μεσόγειο. Ήταν κυρίως παραδοσιακές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ασχολούνταν με το εμπόριο των δημητριακών και ταυτόχρονα ενεργούσαν και σαν εμπορικοί πράκτορες παροχής εμπορικών, τραπεζικών και άλλων υπηρεσιών σε εμπορικούς οίκους, εγκατεστημένους στην Οθωμανική και, μετά τα 1833, στην Ελληνική επικράτεια.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε μερικές από αυτές τις οικογενειακές επιχειρήσεις: Ροδοκανάκη, Σεβαστόπουλοι, Μοσπηνιώτη, Παππούδωφ, Παλλη, Βρετού, Βλαστού, Τοσίτζα, Κωστάκη , Μαυροκορδάτοι, Ράλλη, Πετροκόκκινοι, Σκυλίτζη, Σκαραμαγκά, Πανά, και άλλοι, οι οποίοι συμμετείχαν επίσης και στα κοινά σαν Επίτροποι και Κυβερνήτες της «Συναδελφότητας των Γραικών της Αγίας Τριάδας».


Κάποια στιγμή ο Βαρβάκης αποφάσισε να τραβήξει και προς τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Έπρεπε όμως να διασχίσει τον Βόσπορο και να περάσει από την Κωνσταντινούπολη. Σκοπός του βέβαια ήταν να ζητήσει από το Ρωσικό Προξενείο την άδεια να σηκώσει στο καράβι του τη ρωσική σημαία, σύμφωνα με τη συνθήκη του 1774, που προέβλεπε ελεύθερη διέλευση από τη Μεσόγειο προς τη Μαύρη Θάλασσα και αντίστροφα, για καράβια με ρωσική σημαία. Όταν όμως έφτασε στην Πόλη, το μέγεθος του καραβιού τον πρόδωσε, αφού το σκαρί του δεν έμοιαζε με συνηθισμένο εμπορικό. Ζήτησαν αμέσως να μάθουν ποιός ήταν ο καπετάνιος του. Ο Βαρβάκης παρά τρίχα γλίτωσε τη σύλληψη, το καράβι του όμως κατασχέθηκε και ρυμουλκήθηκε στο ναύσταθμο. Έμεινε λοιπόν χωρίς πλοίο και χωρίς προστασία. Τότε κατέφυγε στη Ρωσική Πρεσβεία και ζήτησε άσυλο. Ο Ρώσος επιτετραμμένος Nikolai Vasilevich Repnin, καθώς δεv είχε πληρεξουσιοδότηση να δίνει στους Έλληνες την ρωσική υπηκοότητα, αναγκάστηκε να τον κρύψει στο σπίτι του. Σε λίγες μέρες τον φυγάδευσε με ένα ρώσικο καράβι για τη Νότια Ρωσία.
 

Σαν έφτασε στην Οδησσό, ρώτησε κάποιον Έλληνα πώς θα μπορούσε να πάει στην Πετρούπολη. Εκείνος, αφού τον ρώτησε αν είχε καμιά ιδέα για το πόσο μακριά έπεφτε η Αγία Πετρούπολη, του απάντησε ότι θα μπορούσε να πάει μέχρι το Κίεβο με ποταμόπλοιο: « … από εκεί και πέρα όμως, αν έχεις χρήματα μπορείς να πας με άμαξα, αλλιώς με τα πόδια … » του είπε. Όμως ο πεισματάρης Βαρβάκης δεν απογοητεύεται.

Έτσι θα ξεκινήσει για τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του. Παίρνει το πλοίο για το Κίεβο, και από εκεί τον χειμώνα του 1775, ξεκίνησε περπατώντας για τον τελικό προορισμό του. Μια απόσταση γύρω στα 5.000 χιλιόμετρα. Σαν έφτασε στις αρχές του 1776 μισοπεθαμένος από την κούραση και την παγωνιά, τον περιμάζεψαν κάτι Έλληνες που τον φιλοξένησαν μέχρι να ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Ξανά και ξανά, ζήτησε να δει την Αυτοκράτειρα, αλλά για τους φρουρούς του Tsarskoye Selo - Ца́рское Село́ (Θερινό Ανάκτορο), το όνομά του δεν τους έλεγε τίποτε. Έτσι πηγαινοερχόταν για κάμποσες μέρες χωρίς αποτέλεσμα.
 

Απελπισμένος και αγαναχτισμένος, κατέφυγε σε ένα καπηλειό όπου σύχναζαν κυρίως Έλληνες, για να πιει και να ξεχάσει τον πόνο του και το παράπονό του. Εκεί άρχισε να καταφέρεται μεγαλόφωνα εναντίον της Αυτοκράτειρας, που είχε τόσο πιστά υπηρετήσει. Τότε τον πλησίασε ένας καλοντυμένος αρχοντάθρωπος και τον ρώτησε στα ελληνικά να μάθει γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένος. Όταν πληροφορήθηκε την αιτία, τον παρηγόρησε και τον συμβούλεψε να ξαναπάει στο παλάτι και να ζητήσει να δει την Τσαρίνα. Με πολύ δισταγμό ο Βαρβάκης ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσε ο ξένος.

Πήγε στο παλάτι, και αυτήν τη φορά τον δέχτηκαν. Μόνο που δίπλα στην Αικατερίνη στεκόταν ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει στο καπηλειό. Ήταν ο Grigory Aleksandrovich Potemkin Tavricheski (Григо́рий Алекса́ндрович Потёмкин-Таври́ческий), ευνοούμενος της Αυτοκράτειρας, Στρατάρχης της Αυτοκρατορίας και λίγο αργότερα Γενικός Διοικητής της Νότιας (Νέας) Ρωσίας. Ο Potemkin τότε ήταν μια πανίσχυρη προσωπικότητα και κυρίαρχος στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, ανεξαρτήτως του εκάστοτε επίσημου στρατιωτικού ή πολιτικού του αξιώματος. Η αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών τον εμπιστευόταν τυφλά, πιθανώς διότι η εξαιρετική διάνοιά του της ήταν το ίδιο χρήσιμη με τα ιδιαίτερα πλούσια, κατά τον θρύλο, σωματικά του προσόντα!


Ο Potemkin συνηγόρησε υπέρ του Βαρβάκη, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την απόφαση της Τσαρίνας της 21ης Οκτωβρίου του 1772, με την οποία ο Έλληνας καπετάνιος, ο ήρωας του Çeşme, εντασσόταν στο Ρωσικό στρατό με τον βαθμό του Υπολοχαγού. Τελικά η Αικατερίνη αποδείχθηκε περισσότερο φιλική και γενναιόδωρη προς τον Βαρβάκη, από ότι περίμενε ο ίδιος, αφού του χάρισε ένα πουγκί με 1.000 χρυσά τσερβόντσι (ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα χιλιάδες ρούβλια) και του παραχώρησε μια άδεια απεριόριστης και αφορολόγητης αλιείας και εμπορίας αλιευμάτων στην Κασπία. Έτσι, ο Ιβάν Αντρέγεβιτς Βαρβάτσι (Иван Андреевич Варваци) έγινε ανεπίσημα Ρώσος πολίτης (Ο Ιωάννης Βαρβάκης απόκτησε τη ρωσική υπηκοότητα στα 1789, τα προνόμια της οποίας απόλαυσε στη συνέχεια και η πολυμελής οικογένειά του).


Εκείνη την περίοδο η Αυτοκράτειρα βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της, ενώ η εποχή της βασιλείας της (1762-1796) έμεινε στην ιστορία σαν η εποχή του «Ρωσικού Διαφωτισμού». Πέρα από το ενιαίο πνευματικό σύστημα και τα πολιτισμικά όρια που περιέβαλαν τον Ελληνικό και τον Ρωσικό λαό, καθοριστική σημασία για την πορεία τους διαδραμάτισε και η προσήλωσή τους στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Η Αικατερίνη Β' ενθάρρυνε τις νέες τάσεις και ιδέες, προσπαθώντας να οργανώσει με τη βοήθειά τους ένα πρόγραμμα «φωτισμένης δεσποτείας».

Έτσι, υποστήριξε πολλούς ελληνόφωνους λογίους, επηρεασμένους από τις νέες ιδέες, μεταξύ αυτών και τον Ευγένιο Βούλγαρη που υπήρξε αξιωματούχος και αυλικός της, όπως και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.

Ο χαρακτήρας της προσέλκυσης των Ελλήνων από την πολιτική ηγεσία, στόχευε σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ευκαιριών ενσωμάτωσής τους στο τσαρικό διοικητικό σύστημα, παρέχοντάς τους κυρίως εμπορικά προνόμια αλλά και θέσεις στο στρατιωτικό, διπλωματικό, θρησκευτικό και επιστημονικό μηχανισμό.


Το φθινόπωρο του 1776, ο Βαρβάκης καλά οργανωμένος ξεκίνησε για το Astrakhan (Астрахань), το ρωσικό λιμάνι στην Κασπία Θάλασσα, όπου έφτασε στα μέσα του Νοεμβρίου. Αφού ξεκουράστηκε για λίγο από την ταλαιπωρία του ταξιδιού, επισκέφτηκε το Κυβερνείο της πόλης και ζήτησε, σύμφωνα με τις οδηγίες του Potemkin, να παρουσιαστεί στον Κυβερνήτη.

Ο τελευταίος, φανερά ενθουσιασμός του είπε: «Ώστε, εσείς είσθε ο ήρωας του Çeşme;» και συνέχισε «Η Αυτοκράτειρα και ο Πρωθυπουργός σας συστήνουν με τα θερμότερα λόγια». Ο Βαρβάκης, αφού τον ευχαρίστησε για τη θερμή υποδοχή, του ζήτησε να τον φέρει σε επαφή με τους οικονομικούς παράγοντες της πόλης, ώστε να αποφασίσει για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας που είχε στα χέρια του.


Έτσι, μερικές μέρες αργότερα, γνώρισε δύο πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Από τον έναν αγόρασε την αλιευτική του επιχείρηση και από τον άλλον ένα αποστακτήριο για την παραγωγή ρακής και οινοπνεύματος. Από τα προϊόντα της απόσταξης, που άρχισε να προωθεί και σε γειτονικές περιοχές, πραγματοποίησε αρκετά κέρδη.

Όμως, η βασική του δραστηριότητα ήταν η αλιεία και η εμπορία αλιευμάτων. Ικανός να κτίζει μεγάλα, και σύγχρονα καράβια ανοικτής θάλασσας, ο Βαρβάκης έγινε σύντομα ασυναγώνιστος ανάμεσα στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Ο ίδιος, υπήρξε ιδιοκτήτης τριών νησιών στην Κασπία, όπου έστησε τις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του. Τα πλοία του ψάρευαν και φόρτωναν οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους και άλλα μεγάλα και ακριβά ψάρια που αφθονούσαν στα πολύ βαθιά νερά της Κασπίας Θάλασσας.


Βλέποντας ότι οι δουλειές πάνε καλά, οι συνεργάτες του Βαρβάκη τον ενημέρωσαν πως θα μπορούσε να προσλάβει στη δούλεψή του δουλοπάροικους, με μόνη του υποχρέωση τη συντήρησή τους. Ήταν η εποχή που στην Τσαρική Ρωσία ανθούσε ο θεσμός του δουλοπάροικου. Όμως ο Βαρβάκης τους απάντησε πως θα προτιμούσε να προσλάβει εργάτες με μισθό και ελεύθερη συμφωνία, και εφόσον θα απομακρύνονταν από το σπίτι τους, θα τους εξασφάλιζε εκείνος επιπλέον τροφή και ύπνο.


Έτσι, τον Νοέμβριο του 1778 μαθεύτηκε πως ο Γκοσπόντιν (Ευγενέστατος Κύριος) Βαρβάκης θέλει να προσλάβει 100 μισθωτούς εργάτες, με ελεύθερη συμφωνία αμοιβής, ανάλογα με τη δουλειά που θα έκανε ο καθένας. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο αριθμός των εργατών που δούλευαν με ελεύθερη συμφωνία είχε ξεπεράσει τις 3.000. Ο Βαρβάκης χωρίς να το φαντάζεται είχε καταργήσει πρώτος τον θεσμό του δουλοπάροικου, σχεδόν 150 χρόνια πριν η Τσαρική Ρωσία τον καταργήσει επίσημα.


Είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από τότε που είχε φτάσει στο Astrakhan ο Βαρβάκης, αλλά δεν είχε τύχει να ακούσει κάτι για το χαβιάρι. Κάποια μέρα, όπως περπατούσε στην όχθη του Βόλγα, είδε ένα μουζίκο (Ρώσος χαμηλής κοινωνικής τάξης) καθισμένο στην ακροποταμιά να τρώει με βουλιμία ένα παράξενο μαύρο έδεσμα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε, τι ήταν αυτό που έτρωγε με τόση όρεξη, και εκείνος του απάντησε «икра́» (δηλαδή «αυγά», όπως λένε στη γλώσσα τους οι Ρώσοι το χαβιάρι).


Μετά καλοκάγαθα τον κάλεσε να δοκιμάσει. Διστακτικά, ο Βαρβάκης έσκυψε, πήρε μια κουταλιά, την έβαλε στο στόμα του και του άρεσε. Αμέσως αντιλήφθηκε πόσο περιζήτητος θα μπορούσε να γίνει αυτός ο λαϊκός τοπικός μεζές. Έτσι ρώτησε να μάθει πού θα μπορούσε να βρει «икра́». «Στην μπελούγκα, στη σεβρούγκα, στη μουρούνα, στο στουργιόνι και στους λούτσους» του απάντησε πρόθυμα ο ανθρωπάκος.


 Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Βαρβάκης πήρε στη δούλεψή του τον ανθρωπάκο. Έτσι έμαθε ότι τα νερά της Κασπίας, ήταν γεμάτα από τα ψάρια που έδιναν αυτό το εξαιρετικό και σπάνιο έδεσμα. Διαπίστωσε ακόμη, πως παρασκευαζόταν σε πολύ μικρές ποσότητες, γιατί δεν ήταν εύκολο να συντηρηθεί. Και το πιο σημαντικό, όπως πληροφορήθηκε, την αμβροσία αυτή δεν την εκμεταλλευόταν κανείς.

Η έμφυτη διαίσθησή του, που δεν τον απατούσε ποτέ, του έλεγε πως το «икра́» ήταν μια πάρα πολύ σπουδαία και σοβαρή υπόθεση για την οποία θα έπρεπε να ενδιαφερθεί άμεσα. Έτσι παρά το γεγονός ότι είχε ήδη απαλλαγεί από κάθε φόρο, υπέβαλλε αίτηση για να λάβει άδεια αποκλειστικής εκμετάλλευσης του χαβιαριού της Κασπίας, δηλώνοντας ότι θα καταβάλει το 10% των κερδών στις οικονομικές υπηρεσίες του Κυβερνείου του Astrakhan.  Η σχετική άδεια χορηγήθηκε με διάταγμα της Αυτοκράτειρας στα 1785, ενώ με διάταγμα του Πρωθυπουργού της Ρωσίας Potemkin, ο Βαρβάκης προαγόταν σε Ταγματάρχη και οριζόταν μέλος του Συμβουλίου των Αρχόντων του Astrakhan.


Όμως, ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα που έπρεπε να λύσει ο Βαρβάκης, ήταν εκείνο της συσκευασίας και της μεταφοράς. Μέχρι τότε το χαβιάρι συντηρούνταν σε σπηλιές, σε σταθερή θερμοκρασία 5 - 7 βαθμών Κελσίου. Η μεταφορά του δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο τους μήνες του χειμώνα, γιατί διαφορετικά χαλούσε. Ο Βαρβάκης, μετά από πολλές προσπάθειες και δοκιμές, βρήκε την ιδανική λύση.

Για να διατηρείται αναλλοίωτο το χαβιάρι, το συσκεύαζαν σε στεγανά βαρελάκια από ξύλο φλαμουριάς, διαφόρων μεγεθών, που το μεγαλύτερο χωρούσε περίπου 5 πουτία (1 πουτίο = 16.8 χιλιόγραμμα) και το μικρότερο 3 πουτία. Κάπως έτσι άρχισε η μεγάλη παραγωγή του χαβιαριού και η διακίνησή του εκτός Ρωσίας. Η εξαγωγή άρχισε πρώτα στην Περσία, ακολούθησαν οι περιοχές Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ύστερα πολλές άλλες χώρες. Έτσι ο εφευρετικός αυτός Έλληνας δημιούργησε μια πρωτοφανέρωτη επιχείρηση παρασκευής, συντήρησης και εξαγωγής χαβιαριού σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ταυτόχρονα με την εγκατάσταση του Βαρβάκη στο Astrakhan, στο νότιο τμήμα της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο πρίγκιπας Potemkin αναλάμβανε να δημιουργήσει τη λεγόμενη Νέα Ρωσία, εποικίζοντας περιοχές όπως αυτή στην οποία έστειλε τον Βαρβάκη. Εάν ο Έλληνας κατάφερνε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του είχε δοθεί, το κέρδος δεν θα ήταν μόνο δικό του, αλλά θα επαλήθευε και τη διορατικότητα και τη σωστή κρίση του Potemkin. Τελικά ο Βαρβάκης ξεπέρασε κάθε προσδοκία, πλούτισε εμπορευόμενος το χαβιάρι και ταυτόχρονα έγινε ο μεγάλος ευεργέτης των κατοίκων του Astrakhan, φροντίζοντας όμως πάντα να διατηρεί άριστες σχέσεις με το Παλάτι.


Όταν μαθεύτηκε το Διάταγμα της Τσαρίνας για το χαβιάρι, ο Κυβερνήτης του Astrakhan οργάνωσε μια δεξίωση με σκοπό να τιμηθεί ο Βαρβάκης. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν όλοι οι παράγοντες της πόλης και εκφωνήθηκαν πολλοί εγκωμιαστικοί λόγοι για τον μεγάλο Ψαριανό, ο οποίος βαθιά συγκινημένος αντιφώνησε με σεμνότητα: «Ο θησαυρός του χαβιαριού ανήκει στους ανθρώπους του, οι οποίοι αργάστηκαν για αυτό. Δέχομαι την τιμή που μου κάνει η Αυτοκράτειρα να έχω την εκμετάλλευση στην παραγωγή του προϊόντος, αλλά όχι το μονοπώλιο στην εμπορία του. Προτείνω να δημιουργηθεί μια συνεταιριστική επιχείρηση, οποία θα αναλάβει το έργο αυτό, στην οποία θα συμμετάσχουν όλοι οι ασχολούμενοι με το προϊόν με μερίδια ανάλογα με την παραγωγή και την ποιότητα του προϊόντος. Αποδέχομαι να είμαι μέλος του Συμβουλίου του Συνεταιρισμού».




Στα 1782, Επίσκοπος Αστραχανίου και Αζοφικής (Σταυρουπόλεως) τοποθετείται ο μεγάλος επιστήμονας και Νεοέλληνας Διαφωτιστής (Δάσκαλος του Γένους), Νικηφόρος Θεοτόκης. Στη θέση αυτή, θα παραμείνει μέχρι την παραίτησή του στα 1792 (αποσύρθηκε σε μοναστήρι της Μόσχας). Ορισμένοι θεωρούν πως η τοποθέτησή του στο μακρινό Δέλτα του Βόλγα ήταν δυσμενής. Όμως, το πιο πιθανό είναι πως η αναγνώριση της αξίας του να δικαιολογεί την εκεί αποστολή του, καθώς η περιοχή που προοριζόταν από τον Potemkin να αναπτυχθεί ραγδαία, αντιμετώπιζε, λόγω της σύνθεσης του πληθυσμού της, ειδικά θρησκευτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα.

Το σύνθημα του φωτισμένου ιερωμένου ήταν πως «η Παιδεία θα ελευθερώσει το Γένος εκ της δουλείας του σκότους». Ο ίδιος είχε γνωρίσει, αλλά και «χρησιμοποιήσει» και άλλους πλούσιους ομογενείς, όπως τους Ζωσιμάδες, τους οποίους είχε ενθουσιάσει με τα πύρινα λόγια του. Την εποχή που έζησαν οι Ζωσιμάδες, «Ελληνικό Έθνος» δεν υπήρχε. Δυστυχισμένοι οι ραγιάδες σκόρπιζαν όπου μπορούσαν να ζήσουν και να αναπνεύσουν ελεύθερα. Ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους, όμως με τα έργα τους ήταν πάντα κοντά της. Το ίδιο έγινε και με τον Βαρβάκη, ο οποίος συνδέθηκε αδελφικά μαζί του και στήριξε οικονομικά το μεγάλο κοινωνικό και εκπαιδευτικό του έργο. Με δικά του λεφτά θα χτίσει νοσοκομεία, εκκλησίες, σχολεία, ακόμη και γεφύρια για τη διευκόλυνση της κίνησης των κατοίκων. Ενώ, οπότε χρειαζόταν, μετέφερε με τα πλοία του τρόφιμα και άλλα εφόδια στα λιμάνια της Κασπίας, για τις ανάγκες των γύρω περιοχών.


Από τα 1815 μετακομίζει με την οικογένειά του στο Taganrog (Таганрог) στην Αζοφική. Ο Κυβερνήτης της περιοχής όταν πληροφορήθηκε τον ερχομό του Βαρβάκη, για τον οποίο ήδη γνώριζε πολλά, με απόφασή του αναγνώρισε αμέσως το στρατιωτικό του αξίωμα (του Συνταγματάρχη), όπως και τους τίτλους ευγενείας που του είχαν απονεμηθεί (παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α' και του δόθηκε τίτλος ευγενείας με το επίθετο Komnino-Varvachi Комнино-Варваци). Επίσης του εκχώρησε 500 εκτάρια γης, σε μια περιοχή κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, για να μη τον πειράζει η υγρασία.

ΤΟ ΟΙΚΟΣΗΜΟ




Στην περιοχή αυτή ο Βαρβάκης βρήκε πολλούς νεοεγκατεστημένους Έλληνες που γνώριζαν ελάχιστα τη ρωσική γλώσσα. Για να τους διευκολύνει να παρακολουθούν τη λειτουργία στα ελληνικά, με δικά του έξοδα τους έχτισε μια εκκλησία, την Αγία Τριάδα. Συνεχίζοντας την κοινωνική προσφορά του, έχτισε το «περικαλλές» (όπως το αποκάλεσαν) ελληνικό ενοριακό σχολείο για Έλληνες και Ρώσους μαθητές.

Στην προπαρασκευαστική τάξη του σχολείου αυτού, θα μάθει τα πρώτα του γράμματα ο Anton Pavlovich Chekhov (Анто́н Па́влович Че́хов 1860-1904). Γιος παντοπώλη, ήταν το τρίτο από έξι παιδιά της οικογένειας. Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος, μα πλούτισε και κατάφερε να εξαγοράσει την ελευθερία της οικογένειάς του, για 700 ρούβλια το κεφάλι. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, ωστόσο εξαιρετικά θρησκόληπτος και πολύ αυστηρός με την εκπαίδευση των παιδιών του. Ποθώντας ο γιος του να γίνει πλούσιος τον έστειλε στο "Αριστοκρατικό" σχολείο, όπου σπούδαζαν οι Έλληνες, για να μάθει τη γλώσσα του εμπορίου και να δουλέψει αργότερα στις επιχειρήσεις τους. Στη συνέχεια ο Chekhov θα σπουδάσει στο Γυμνάσιο της πόλης.


Από το δεύτερο πάτωμα του σπιτιού όπου ζούσε η οικογένεια των Chekhov, ο μικρός Anton έβλεπε καθημερινά το αραξοβόλι των καραβιών. Οι πλούσιοι Έλληνες έχτιζαν πολυτελείς επαύλεις. Ιδιαίτερα ξεχώριζε για την αρχιτεκτονική του τελειότητα και τη μεγαλοπρέπειά του το παλάτι της οικογένειας Αλφεράκη. Οι πιο καλοί του φίλοι ήταν τα παιδιά των οικογενειών Ραφαέλο, Σκαραμανγκά, Χατζηχρήστου, Σμυρλή, Μαλαξιανού και Δρόση. Ο Anton έβλεπε στους δρόμους Ελληνικές ταμπέλες, έψελνε με τον αδελφό του Nikolai στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, έπαιζε σε παιδικές παραστάσεις θεάτρου και έκανε ντουέτο στο βιολί στο σπίτι των Δρόση.




Στα 1875, όταν η οικονομική καταστροφή της οικογένειας γίνεται αναπόφευκτη, ο πατέρας του για να γλυτώσει από τους πιστωτές του, αποφασίζει να δραπετεύσει στη Μόσχα. Ο Chekhov μένει πίσω παραπάνω από 3 χρόνια, προκειμένου να τελειώσει το σχολείο. Η μετάβασή του στη Μόσχα, κοντά στην υπόλοιπη οικογένεια, συμπίπτει με την εγγραφή του στην Ιατρική Σχολή. Θα ολοκληρώσει τις σπουδές του με επιτυχία, ενώ παράλληλα γράφει μικρά χιουμοριστικά διηγήματα σε περιοδικά για να ενισχύει οικονομικά την οικογένειά του. Το επάγγελμα του γιατρού θα το εξασκήσει σε όλη του τη ζωή, παλεύοντας ασταμάτητα με την χολέρα που μάστιζε εκείνα τα χρόνια την κεντρική Ρωσία.



Στα 1892, ο Chekhov αγόρασε στο Melikhovo (Ме́лихово), 40 μίλια νότια της Μόσχας, ένα κτήμα με μια αγροικία στην οποία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Εκεί φρόντιζε σαν γιατρός 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Πολύ συχνά παρείχε τις υπηρεσίες του δωρεάν. Στο Melikhovo έζησε με την οικογένειά του μέχρι το 1899. «Είναι ωραίο να είσαι γεοκτήμονας (λόρδος)» έλεγε αστειευόμενος στον φίλο του Ivan Leontyev.

Ανάλαβε όμως πλήρως τις ευθύνες του σαν γεοκτήμονας, όταν ένοιωσε πόσο χρήσιμος ήταν για τους χωρικούς της περιοχής που έφταναν στην πόρτα του από πολύ μακριά, πολλές φορές από τα ξημερώματα, για να ζητήσουν τη βοήθειά του. Και όλα αυτά, εις βάρος της φυματίωσης που τον βασάνιζε χρόνια.


Ο Βαρβάκης δεν σταματά να προσφέρει. Στα 1817 συμμετέχει με 20.000 ρούβλια στη δημιουργία ελληνικών σχολείων στη Μαριούπολη (Мариуполь), στην Αζοφική Θάλασσα, όπου υπήρχαν εγκαταστημένοι πολλοί Έλληνες. Η πόλη απέκτησε το όνομά της στα 1778, όταν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνόφωνων και ταταρόφωνων ορθοδόξων της Κριμαίας αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη γη των προγόνων τους και να εγκατασταθούν στη νοτιοδυτική Ρωσία.

Σταδιακά ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε αναβαθμίστηκε σε σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής, ενώ το λιμάνι της έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο στη νότια περιοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Μαριούπολη (Мариу́поль) μαζί με τη Σεβαστούπολη (Севасто́поль), την Οδησσό (Оде́сса) και το Ταϊγάνιο (Таганрог), υπήρξαν από τα πιο γνωστά Ελληνικά κέντρα που ήκμασαν από τον 19ο αιώνα, σε βαθμό που περιοχές ολόκληρες απαρτίζονταν από τον Ελληνικό πληθυσμό που προήλθε από τις υπό Οθωμανικής κυριαρχίας περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου. Στους έποικους παραχωρήθηκε γη, πολιτική ελευθερία, ελευθερία θρησκεύματος, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία, δικαίωμα εμπορίας, δικαίωμα να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, να διαθέτουν εργοστάσια και δουλοπάροικους.


Ο Βαρβάκης, μόλις και μετά βίας γνώριζε να βάζει την υπογραφή του (ηωάνις βαρβάκις). Όμως, για τους αποδέκτες της οικονομικής βοήθειας που μοίραζε παντού χωρίς δεύτερη σκέψη, το ότι ο Βαρβάκης δεν ήταν σε θέση να γράψει σωστά ούτε το όνομά του, ήταν κάτι το ασήμαντο. Αρκεί που έγραφε σωστά τις εντολές πληρωμής. Εξάλλου, για τα δεδομένα της τότε εποχής, το να είναι κανείς εγγράμματος μόνο αυτονόητο δεν ήταν. Ιδιαίτερα μάλιστα για τον Ivan Andreevich Varvatsi (Иван Андреевич Варваци), όπως έγινε γνωστός στη Ρωσία.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι γραμματικές του γνώσεις ήταν περιορισμένες, ο Βαρβάκης ένοιωθε μια παθολογική αγάπη για ότι είχε σχέση με τη Γνώση και τη Μάθηση. Στην εκδήλωση της αγάπης του αυτής, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν δύο Έλληνες που γνώρισε στο Astrakhan. Ο ένας ήταν ο Δημήτριος Αγάθης, αγνώστου καταγωγής, σπουδασμένος στα πανεπιστήμια της Pisa και της Pandova. Γνώριζε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και ανατολικές. Ο Αγάθης διεύθυνε τότε το Γενικό Ανώτερο Σχολείο τής πόλης του Astrakhan, όπου δίδασκε Ελληνικά, Αραβικά και Περσικά. Στο σπίτι του συγκεντρώνονταν όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων του τόπου. Ο Βαρβάκης ενίσχυε οικονομικά το Σχολείο και πλούτιζε τη βιβλιοθήκη του. Ο άλλος ήταν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, όπως είδαμε πιο πάνω. Στα 1818, ο «Λόγιος Ερμής» ήταν το πρώτο ελληνικό περιοδικό που ασχολήθηκε με τις πράξεις και τις ευεργεσίες του μεγάλου αυτού άνδρα από τα Ψαρά.


Σύμφωνα με έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας (Μουσείο Μπενάκη), ο Βαρβάκης αναφέρεται με το όνομά του, σε αντίθεση με άλλους χρηματοδότες του Αγώνα και τα μέλη της, οι οποίοι αναγράφονται με κωδικούς και ψευδώνυμα. Η μία εξήγηση είναι πως ο Βαρβάκης δεν είχε να φοβηθεί τίποτε για τη δράση του. Η άλλη, ότι οι Φιλικοί χρησιμοποιούσαν σκόπιμα το όνομά του στην προσπάθειά τους να προσελκύουν το ενδιαφέρον και άλλων πλουσίων ομογενών. Εκτός από το χρήμα που διέθετε πρόθυμα για τον αγώνα, ο Βαρβάκης ναύλωνε το ένα καράβι μετά το άλλο με προορισμό την Ελλάδα, φορτώνοντας οτιδήποτε χρειάζονταν οι συμπατριώτες του, από σιτηρά και άλλα εφόδια μέχρι πολεμοφόδια. Ένα γεγονός που τον συγκλόνισε και τον έκανε να θέσει τον εαυτό του και την περιουσία του στην υπηρεσία του Ελληνικού ξεσηκωμού ήταν ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε', το Πάσχα του 1821. Την επόμενη της κηδείας, ο Βαρβάκης έστειλε στο Πατριαρχείο 100.000 ρούβλια, ενώ μια ισόποση δωρεά έκανε μερικούς μήνες αργότερα και για τους εξεγερμένους Έλληνες.



ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ἐνώπιον του ἀληθινοῦ Θεοῦ οἰκειοθελῶς, ὅτι θέλω εἶμαι ἐπὶ ζωῆς μου πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρείαν κατὰ πάντα. Νὰ μὴ φανερώσω τὸ παραμικρὸν ἀπὸ τὰ σημεῖα καὶ λόγους της, μήτε νὰ σταθῶ κατ᾿ οὐδένα λόγον ἡ ἀφορμή του νὰ καταλάβωσιν ἄλλοι ποτέ, ὅτι γνωρίζω τί περὶ τούτων, μήτε εἰς συγγενεῖς μου, μήτε εἰς πνευματικὸν ἢ φίλον μου.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θέλω ἔμβει εἰς καμίαν ἄλλην ἑταιρείαν, ὁποία καὶ ἂν εἶναι, μήτε εἰς κανένα δεσμὸν ὑποχρεωτικόν. Καὶ μάλιστα, ὁποιονδήποτε δεσμὸν ἂν εἶχα, καὶ τὸν πλέον ἀδιάφορον ὡς πρὸς τὴν Ἑταιρείαν, θέλω τὸν νομίζει ὡς οὐδέν.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ὅτι θέλω τρέφει εἰς τὴν καρδίαν μου ἀδιάλλακτον μῖσος ἐναντίον τῶν τυράννων τῆς πατρίδος μου, ὀπαδῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων μὲ τούτους. Θέλω ἐνεργεῖ κατὰ πάντα τρόπον πρὸς βλάβην καὶ αὐτὸν τὸν παντελῆ ὄλεθρόν των, ὅταν ἡ περίστασις τὸ συγχωρήση.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, νὰ μὴ μεταχειρισθῶ ποτὲ βίαν διὰ νὰ συγγνωρισθῶ μὲ κανένα συνάδελφον, προσέχων ἐξ ἐναντίας μὲ τὴν μεγαλυτέραν ἐπιμέλειαν νὰ μὴ λανθασθῶ κατὰ τοῦτο, γινόμενος αἴτιος ἀκολούθου τινὸς συμβάντος.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, νὰ συντρέχω, ὅπου εὕρω τινὰ συνάδελφον, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν καὶ τὴν κατάστασίν μου. Νὰ προσφέρω εἰς αὐτὸν σέβας καὶ ὑπακοήν, ἂν εἶναι μεγαλύτερος εἰς τὸν βαθμόν, καὶ ἂν ἔτυχε πρότερον ἐχθρός μου, τόσον περισσότερον νὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ νὰ τὸν συντρέχω καθ᾿ ὅσον ἡ ἔχθρα μου ἤθελε εἶναι μεγαλυτέρα.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ὅτι, καθὼς ἐγὼ παρεδέχθην εἰς τὴν Ἑταιρείαν, νὰ δέχωμαι παρομοίως ἄλλον ἀδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον καὶ ὅλην τὴν κανονιζομένην ἄργητα, ἑωσοῦ τὸν γνωρίσω Ἕλληνα ἀληθῆ, θερμὸν ὑπερασπιστὴν τῆς πατρίδος, ἄνθρωπον ἐνάρετον καὶ ἄξιον ὄχι μόνον νὰ φυλάττῃ τὸ μυστικόν, ἀλλὰ νὰ κατηχήση καὶ ἄλλον ὀρθοῦ φρονήματος.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, νὰ μὴν ὠφελώμαι κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς Ἑταιρείας, θεωρῶν αὐτὰ ὡς ἱερὸν πρᾶγμα καὶ ἐνέχυρον ἀνῆκον εἰς ὅλον τὸ ἔθνος μου. Νὰ προφυλάττωμαι παρομοίως καὶ εἰς τὰ λαμβανόμενα καὶ στελλόμενα ἐσφραγιαμένα γράμματα.

ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, νὰ μὴν ἐρωτῶ ποτὲ κανένα τῶν Φιλικῶν μὲ περιέργειαν, διὰ νὰ μάθω ὁποῖος τὸν ἐδέχθη εἰς τὴν Ἑταιρείαν. Κατὰ τοῦτο δὲ μήτε ἐγὼ νὰ φανερώσω, ἢ νὰ δώσω ἀφορμὴν εἰς τοῦτον νὰ καταλάβη, ποῖος μὲ παρεδέχθη. Νὰ ὑποκρίνωμαι μάλιστα ἄγνοιαν, ἂν γνωρίζω τὸ σημεῖον εἰς τὸ ἐφοδιαστικὸν τινὸς νὰ προσέχω πάντοτε εἰς τὴν διαγωγήν μου, νὰ εἶμαι ἐνάρετος. Νὰ εὐλαβώμαι τὴν θρησκείαν μου, χωρὶς νὰ καταφρονῶ τὰς ξένας. Νὰ δίδω πάντοτε τὸ καλὸν παράδειγμα. Νὰ συμβουλεύω καὶ νὰ συντρέχω τὸν ἀσθενῆ, τὸν δυστυχῆ καὶ τὸν ἀδύνατον. Νὰ σέβωμαι τὴν διοίκησιν, τὰ ἔθιμα, τὰ κριτήρια καὶ τοὺς διοικητᾶς τοῦ τόπου, εἰς τὸν ὁποῖον διατρίβω.

ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΕΙΣ ΣΕ, Ω ΙΕΡΑ ΠΛΗΝ ΤΡΙΣΑΘΛΙΑ ΠΑΤΡΙΣ, ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εἰς τοὺς πολυχρονίους βασάνους Σου, ὁρκίζομαι εἰς τὰ πικρὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα τόσους αἰῶνας ἔχυσαν καὶ χύνουν τὰ ταλαίπωρα τέκνα Σου, εἰς τὰ ἴδιά μου δάκρυα, χυνόμενα κατὰ ταύτην τὴν στιγμήν, καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ἐλευθερίαν τῶν ὁμογενῶν μου, ὅτι ἀφιερώνομαι ὅλως εἰς Σέ.

Εἰς τὸ ἑξῆς Σὺ θέλεις εἶσαι ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διαλογισμῶν μου. Τὸ ὄνομά Σου ὁ ὁδηγὸς τῶν πράξεών μου καὶ ἡ εὐτυχία Σου ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων μου. Ἡ θεία δικαιοσύνη ἂς ἐξαντλήση ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν μου ὅλους τοὺς κεραυνούς της, τὸ ὄνομά μου νὰ εἶναι εἰς ἀποστροφήν, καὶ τὸ ὑπικείμενόν μου τὸ ἀντικείμενον τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος τῶν Ὁμογενῶν μου, ἂν ἴσως λησμονήσω εἰς μίαν στιγμὴν τὰς δυστυχίας των καὶ δὲν ἐκπληρώσω τὸ χρέος μου.

Τέλος ὁ θάνατός μου ἂς εἶναι ἡ ἄφευκτος τιμωρία τοῦ ἁμαρτήματός μου, διὰ νὰ μὴ μολύνω τὴν ἁγνότητα τῆς Ἑταιρείας μὲ τὴν συμμετοχήν μου.


Φεβρουάριος 1818: Οι εκδότες του «Λογίου Ερμού» θεωρούν χρέος τους να κηρύξουν στο Πανελλήνιο μια πράξη του επαινετή, που αφορά στην γενική ωφέλεια του Γένους, ότι δηλαδή «έστειλεν ο γενναίος ούτος ανήρ και άξιος υιός της Ελλάδος κατά ταύτας τας ημέρας εις την ενταύθα εν Βιέννη αδελφότητα των εις όλους μας σχεδόν τους ομογενείς δια καλοήθειαν και φιλογένειαν γνωρίμων αυτούς να τα μεταχειρίζονται εις βοήθειαν των όσων εκ των πτωχών σπουδαίων μελετούν να εκδώσωσι βιβλία χρήσιμα εις το Γένος».

Αύγουστος 1819: «Ο Ευγενέστατος Αυλικός Σύμβουλος και Ιππεύς, κύριος Ιωάννης Ανδρέου Βαρβάκης, πληροφορήθηκε ότι και ο «Λόγιος Ερμής» ήδη εγνωρίσθη από τους αληθώς πεπαιδευμένους της Ελλάδος και από πολλούς της σοφής Ευρώπης ως σύγγραμμα περιοδικόν, τα μάλιστα συντείνον εις τας της Παιδείας προόδους και εις την του Ελληνικού γένους εκπαίδευσιν και ήθελε να συνεισφέρη εις την στερέωσιν αυτού με την συνειθισμένην του γενναιότητα, διόρισε τον εν Βιέννη εμπορευόμενον τίμιον και φιλογενή κύριον Θεόδωρον Ράλλην να προσφέρει εκ μέρους του δώρο στους εκδότες του «Λογίου Ερμού» 500 αργυρά φιορίνια».


Έχοντας στο μυαλό του τη γενναιοδωρία της Ρωσίας, ο Βαρβάκης παραχωρεί μεγάλο μέρος της περιουσίας του για κοινωφελή έργα στο Astrakhan, αλλά και στο Taganrog, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα. Έκτισε εκκλησίες, τζαμιά, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία. Στο Taganrog έχτισε σχολείο όπου αργότερα φοίτησε ο Ρώσος συγγραφέας Anton Pavlovich Chekhov (Анто́н Па́влович Че́хов), κάτι για το οποίο ο ίδιος ένοιωθε ιδιαίτερα υπερήφανος. Κατασκεύασε τα «Βαρβάκεια Λουτρά» και στα 1809 το περίφημο κανάλι του Astrakhan. «Ένα έργο που δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν τρεις Τσάροι (ο Μέγας Πέτρος, η Αικατερίνη Β΄και ο Αλέξανδρος Α΄), το κατόρθωσε ένας μόνο άνθρωπος και αυτός όχι Ρώσος», όπως αναφέρεται στα Χρονικά του Κυβερνείου του Αστραχάν. Στα εγκαίνια ο Βαρβάκης βάφτισε τη διώρυγα «Κανάλι του Astrakhan», όμως οι πολίτες, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον ίδιο, την μετονόμασαν σε «Βαρβατσίγιεβσκιι Κάναλ» (Κανάλι του Βαρβάκη) όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα. Η διώρυγα είχε μήκος περισσότερο από 3,5 βέρτσια και πλάτος 20 σαζίνες που αντιστοιχούν σε 42 μέτρα.


Στην εφημερίδα «Газета Астраханские губернские ведомости» (Φύλλο #35, 1838) πληροφορούμαστε ότι:
«Ο στόχος του Πέτρου Α΄ έχει γίνει πραγματικότητα. Πεδινές και ελώδεις περιοχές της πόλης έχουν στεγνώσει χάρη στη διώρυγα η οποία προσφέρει νερό στους κατοίκους και διευκολύνει τη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων στο κέντρο της πόλης. Το μήκος της διώρυγας είναι πάνω από 3 χιλιόμετρα ενώ το φάρδος της είναι 43 μέτρα. Από τις δύο πλευρές της διώρυγας είναι προκυμαία. Κατά μήκος της όχθης έχουν φυτέψει φλαμουριές τις οποίες έφεραν ειδικά από το Σαράτοβ. Σημαντικά πρόσωπα κάνουν βόλτες στην όχθη με τις άμαξές τους.
Το χειμώνα διοργανώνονται διαγωνισμοί με έλκηθρα. Το καλοκαίρι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών, πωλούν διάφορα είδη από τις βάρκες τους. Υπάρχουν πολλά ωραία μέρη για ψάρεμα, για ξεκούραση και για μπάνιο».


Μικρά παιδιά και απλοί άνθρωποι γνωρίζουν για τον Βαρβάκη και το σπίτι του. Για το κανάλι και το vοσοκομείο που τους έφτιαξε. Και αναρωτιέται κανείς πώς κατάφεραν και διατηρήθηκαν, κυρίως στο Astrakhan, όλα αυτά που έφτιαξε ο Βαρβάκης; Πώς δεν κατεδαφίστηκαν ή δεν καταστράφηκαν, όπως συνέβηκε και με πολλά άλλα μνημεία σε διάφορες ρωσικές πόλεις; Η απάντηση είναι απλή. Κατά την Οκτωβριανή Προλεταριακή Επανάσταση του 1917, κομισάριος της περιοχής υπήρξε ο Sergei Mironovich Kirov (Серге́й Миро́нович Ки́ров).

Αυτός ήταν που δεν επέτρεψε να καταστραφεί κανένα μνημείο της πόλης του Astrakhan, εκκλησιαστικό, κοινωνικό ή άλλο, που να είχε δημιουργηθεί από τον Βαρβάκη. «Μα γκρεμίζουμε ότι δημιουργήθηκε από τους πλούσιους» έλεγαν πολλοί εκπρόσωποι του Κόμματος. Κι ο Kirov τους απάντησε: «Ο lβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι δεν ήταν πλούσιος, εκείνος ήταν το ίδιο το Astrakhan, εκείνος που με τις πράξεις του ήταν Σοσιαλιστής πριν από τους σοσιαλιστές».


Τον Απρίλιο του 1824, ο Βαρβάκης αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Ρωσία, τη δεύτερη πατρίδα του, και ξεκινά το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής του στην πατρώα γη. Από το Ταϊγάνιο πηγαίνει στην Οδησσό και από εκεί φτάνει στη Βιέννη. Ήταν στα τέλη του Ιουνίου, όταν μαθαίνει για την καταστροφή των Ψαρών. Η είδηση τον συγκλονίζει, αλλά δεν το βάζει κάτω. Παίρνει μαζί του όσα χρήματα μπορεί να συγκεντρώσει και τραβάει για τη Γενεύη να συναντήσει τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε τότε αναλάβει να συντάξει το Ελβετικό Σύνταγμα, να κάνει δηλαδή την Ελβετία κράτος.

Μαζί με τον Αλέξανδρο Στούριζα κσι κάποιον άλλον μη κατονομαζόμενο, εκπρόσωπο της Επαναστατικής Ελληνικής Κυβέρνησης, προτείνουν στον Καποδίστρια να κατέβει στην Ελλάδα, να αναλάβει την εξουσία και να σώσει τον τόπο. Ο Καποδίστριας όμως διστάζει και τελικά δεν δέχεται. Φαίνεται πως ήθελε να έχει τη συγκατάθεση του Τσάρου, όπως και ότι ήθελε να τον καλέσουν επίσημα.


Ο Βαρβάκης αποχαιρετά τον Καποδίστρια και φεύγει για την Τεργέστη. Εκεί ναυλώνει τέσσαρα καράβια, τα φορτώνει με ρουχισμό, οικιακά σκεύη και πολλά τρόφιμα και τραβάει για τη Ζάκυνθο, όπου φτάνει το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου. Στη Ζάκυνθο τον υποδέχονται με μεγάλες τιμές. Όλοι σπεύδουν να γνωρίσουν από κοντά τον μεγάλο ευεργέτη. Εδώ μαθαίνει λεπτομέρειες για το ολοκαύτωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα Ψαρά. Στη Ζάκυνθο θα γνωριστεί και με τον Διονύση Σολωμό, ο οποίος ήταν τότε 26 χρονών.

Ο Σολομός είχε ήδη διαβάσει και ακούσει πολλά για τον μεγάλο Βαρβάκη που είχε προκόψει στη Ρωσία και που είχε τιμηθεί από τρεις Τσάρους. Τον Αλέξανδρο Α΄(1801-1825), τον Νικόλαο Α΄(1825-1855) και τον Αλέξανδρο Β΄(1855-1881). Στις συγκεντρώσεις που ακολούθησαν, ο νεαρός ποιητής άκουγε με θαυμασμό τον γέροντα Ψαριανό πότε να μιλά με ενθουσιασμό για το αγαπημένο του νησί, το νησί-βράχο, μια μικρή κουκκίδα μέσα στο πέλαγος, και πότε να μελαγχολεί όταν μιλούσε για τη συμφορά που το είχε βρει στο αναμεταξύ.


Τα ακούσματα αυτά, συγκλόνισαν την ευαίσθητη ψυχή του Ζακυνθινού ποιητή και έγιναν έμπνευση για τον γνωστό στοίχο:

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και εις την κόμη στεφάνι φορεί
γενωμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.


Από τη «Δόξα» του Σολωμού, ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης εμπνεύστηκε τον περίφημο πίνακα. Μια αυστηρή γυναικεία μορφή, που περιδιαβαίνει αμίλητη τα ερείπια αναλογιζόμενη των ηρωισμό και την αυτοθυσία των Ψαριανών, και καταγράφει την πράξη τους σαν σύμβολο θυσίας και ολοκληρωτικής προσφοράς στην διεκδίκηση της Ελευθερίας για τους λαούς όλου του κόσμου.



Η ΔΟΞΑ



Πριν φτάσουμε στο τέλος, να πούμε πως η προσφορά του Βαρβάκη προς την επαναστατημένη Ελλάδα υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε η ιστορική της έρευνα να μην έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Αποσπασματικά, παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά δημοσιεύματα που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και στον μεγάλο αυτόν Ψαριανό.


«Χθες διαβάστηκε εδώ στην Ελληνική Λέσχη της Οδησσού προκήρυξη του Υψηλάντη, όπου καλεί όλους τους Έλληνες να βοηθήσουν όπως μπορούν […]. Η εντύπωση την οποία προκάλεσε ήταν εξαιρετική. Προσήλθαν μέχρι σήμερα 2.000 εθελοντές. Αλλά και εδώ οι πλούσιοι Έλληνες συναγωνίζεται ποιος θα θυσιάσει τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για την Πατρίδα. Ένας Έλληνας από το Ταγανρόγκ πρόσφερε 1.000.000 ρούβλια, ο κύριος Κούμπαρης 300.000, ο Ιγγλέσης 4.000 δουκάτα και από μικρότερα ποσά μαζεύτηκαν άλλα 1.000 ρούβλια. Αυτός ο λαός έχει τόσο παλαβώσει, σαν να βρισκόντουσαν οι Τούρκοι απ΄έξω από την Οδησσό».
(Απόσπασμα επιστολής Φιλικού. Οδησσός, 1821)


«Ο καπετάν Γιάννης υπήρξε ναυτικός, πολεμιστής στη θάλασσα και μέσα σ΄αυτό το στοιχείο θριάμβευσε. Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατόν ν΄αδιαφορήσει για την οργάνωση των ναυτικών δυνάμεων της επαναστατημένης πατρίδας. Έτσι, στις 12 Νοεμβρίου 1821, ο ίδιος ο Βαρβάκης με επιστολή του προς την εφορεία της Οδησσού ανακοινώνει γενναίαν βοήθειαν εκ νέου εις την πατρίδα και δηλώνει ότι οι έλληνες «πρέπει όλαις ταις δυνάμεις να βαστάξωμεν την Ελληνικήν φλόταν, εις ην συνίσταται το παν». Ο Ψαριανός όταν λέγει «φλότα», εννοεί στόλο, καράβια και προτρέπει να δοθεί όλο το βάρος. «Τίποτ΄αρχόντοι δε φελά, μονάχα το καράβι … » Θα πει ο ποιητής με το στόμα του Κανάρη»
(Βασίλης Ασημομύτης Ιωάννης Βαρβάκης - 2001)


«[…] Σημαντικό πρόβλημα ήταν και εκεί η έλλειψη όπλων. Κατά τον Ιούλιον του 1822, όμως, ο Στέφανος Βασιλόπουλος έφερε στην Κρήτη 900 όπλα που τα αγόρασε στη Μασσαλία με τα χρήματα του πλουσιωτάτου Ψαριανού Βαρβάκη. Εγκαταστημένου τότε στη Ρωσία, στον οποίο είχε σταλή ο Βασιλόπουλος από τους Κρητικούς οπλαρχηγούς με αίτηση οικονομικής ενίσχυσης … ».
(Βασίλης Σφυρόερας - Ιστορικός 1975)


Η εφημερίδα του Μεσολογγίου «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» στο φύλλο του Ιανουαρίου 1824, εκφράζοντας τα ευρύτερα αισθήματα του λαού και των αγωνιστών, διατύπωναν την ευχή: «Να είχεν η Ελλάς άλλους δέκα Βαρβάκηδες».


Όμως, υπήρξαν και οι καπηλευτές του εμφύλιου σπαραγμού. Ήταν η εποχή που βρήκε τον Γεώργιο Κουντουριώτη, τον Ιωάννη Κωλέττη και τους άλλους, με την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, να έχουν σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση και να αποκαλούν το νόμιμο «Εκτελεστικό Σώμα» της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη «αντάρτες». Και ενώ ο Βαρβάκης προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Μαυροκορδάτος του θυμίζει την πρόταση που είχε κάνει στον Καποδίστρια να κατέβει στην Ελλάδα, να αναλάβει εξουσία και να σώσει τον τόπο, όπως είδαμε πιο πάνω. Στη συνέχεια, αφού τον κατηγορεί για πράκτορα των Ρώσων, του λέει ειρωνικά: «Ώστε ήλθες με τα ρούβλια σου να μας πείσεις να δεχθούμε τον Ρώσο υπουργό για κυβερνήτη;» και του έδωσε να καταλάβει πως η παραμονή του στο Ναύπλιο δεν ήταν επιθυμητή. Ο Βαρβάκης βαθιά απογοητευμένος από την κατάσταση που βρήκε στο Ναύπλιο, όπου είχαν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, αποφασίζει να επιστρέψει πίσω στη Ρωσία μέσω Τεργέστης. Η ταλαιπωρημένη όμως υγεία του τον ανάγκασε να καταφύγει στη Ζάκυνθο για νοσηλεία.


Ο Βαρβάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Ιανουαρίου του 1825 απομονωμένος στο Λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου, όχι γιατί έπασχε τελικά από κάποιο λοιμώδες νόσημα, αλλά γιατί ανέκαθεν οι Άγγλοι πίστευαν πως ήταν «πράκτορας» των Ρώσων! Στις 13 Ιανουαρίου έγινε η κηδεία του στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου του λοιμοκαθαρτηρίου και η σορός του τοποθετήθηκε σε τάφο, μέσα στο παρεκκλήσι. Όλος ο πνευματικός κόσμος της Ζακύνθου ήταν εκεί. Παρών και ο Διονύσιος Σολωμός. Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε πάνδημο μνημόσυνο, όπου «ό αρχιερεύς, ενώπιον του φιλοξένου Ζακυνθίου λαού, υψώνει χείρας ικέτιδας υπέρ της αναπαύσεως του μεγάλου τούτου Ευεργέτου του Έθνους, ο δε λοιπός κλήρος αυθημερόν συνενώνει εν εκκλησίαις τας ευχάς αυτού μετά του Ποιμενάρχου».


Σε χρόνους πιο κοντινούς, η αττική γη θέλησε να φιλοξενήσει εκείνη για πάντα τον Βαρβάκη στην αγκάλη της. Στον απέριττο τάφο του που βρίσκεται στο Α΄Νεκροταφείο της Αθήνας, η ταφόπλακα γράφει:


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔ. ΒΑΡΒΑΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΨΑΡΑ
1745 - 1825
ΑΦΙΕΡΩΣΕ
ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΤΟΥ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΝ
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ





Η Πατρίδα ευγνωμονούσα έστησε το μαρμάρινο άγαλμα του Βαρβάκη, έργο του γλύπτη Λ. Δρόση (1870-1886), στον κήπο του Ζαππείου. Το γλυπτό περιβάλλεται στο βάθρο του από τέσσερις μορφές που συμβολίζουν την Ελλάδα, την Ιστορία, τη Σκέψη και τη Ναυτιλία.



Μετά τα θλιβερά γεγονότα που αντιμετώπισε στο Ναύπλιο, όπως είδαμε πιο πάνω, ο Βαρβάκης αισθανόταν ψυχικά άσχημα και σωματικά σχεδόν άρρωστος. Έτσι τον Νοέμβριο του 1824, αποφασίζει με διαθήκη να διαθέσει 300.000 ρούβλια για την οικοδόμηση διδακτηρίων για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων, μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας. Στις 2 Ιανουαρίου του 1825, με συμπληρωματική διαθήκη, αφήνει άλλες 700.000 ρούβλια για τον ίδιο σκοπό.


Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως καθυστέρησε αρκετά να υλοποιήσει το όνειρο του Βαρβάκη. Άφησε να περάσουν δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μέχρι να αποφασίσει την οικοδόμηση του σχολικού κτηρίου που θα έφερε το όνομά του. Αλλά και αυτή η απόφαση, που πάρθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1843, ανακλήθηκε δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν η θέση που είχε επιλεγεί κρίθηκε ακατάλληλη. Τελικά, με βασιλικό διάταγμα της 9ης Ιουνίου του 1856, καθορίσθηκε σαν ο πλέον κατάλληλος χώρος, ένα οικόπεδο στο κέντρο της Αθήνας που οριζόταν από τις οδούς Αθηνάς, Σωκράτους, Αρμοδίου και Αριστογείτονος.

Η θεμελίωση του κτηρίου πραγματοποιήθηκε στις 21 Απριλίου του 1857 με την παρουσία του βασιλιά Όθωνα. Την εκπόνηση των σχεδίων και την επίβλεψη του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος, ο οποίος στα 1859 κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Τα παράθυρα του ισογείου στο διώροφο κτίριο ήταν λιτά με μαρμάρινο κλασικό πλαίσιο, ενώ αυτά του ορόφου πλαισιώνονταν με δωρικές παραστάδες. Στα 1865, η επιτροπή του Βαρβακείου, με τα έσοδα του κληροδοτήματος, αγόρασε και οικόπεδα γύρω από το κτίριο, με την πρόβλεψη να επεκταθεί.

Στις 6 Οκτωβρίου 1886 ιδρύθηκε, με βασιλικό διάταγμα, το «Βαρβάκειον Λύκειον», ένα νέου τύπου σχολείο που ακολουθούσε το πρότυπο των γερμανικών Realgymnasien, δηλαδή των Πραγματικών (Πρακτικών) Γυμνασίων. Καθοριστικό ρόλο στην ίδρυσή του έπαιξε ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος είχε αντιληφθεί πως η πραγματοποίηση δημόσιων κοινωφελών έργων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος απαιτούσε εγχώριο δυναμικό με επιστημονική και τεχνολογική επάρκεια. Την ιδέα του Τρικούπη για την ίδρυση μιας τέτοιας σχολής, της οποίας βασικός σκοπός θα ήταν η προετοιμασία των νέων για τη μετέπειτα φοίτησή τους στη Σχολή των Βιομηχανικών Τεχνών (το σημερινό Πολυτεχνείο) και τις Στρατιωτικές Σχολές, την υλοποίησε ο διευθυντής και οργανωτής του Πολυτεχνείου Αναστάσιος Θεοφιλάς.

Το καινούργιο Λύκειο ήταν επτατάξιο (με ενωμένες τις τρεις τάξεις του Ελληνικού σχολείου και τις τέσσερις του Γυμνασίου), στεγάστηκε αρχικά σε ένα μεγάλο κτήριο επί της οδού Βουλής 7 και τα μαθήματά του ξεκίνησαν στο τέλος Οκτωβρίου του 1886. Πολύ σύντομα, η φήμη του σχολείου που διέθετε ειδικό εργαστήριο εφοδιασμένο με όργανα Φυσικής και Χημείας, συλλογές ορυκτών κτλ., ξεπέρασε τα όρια όχι μόνον της πρωτεύουσας αλλά και της χώρας με αποτέλεσμα να συρρέουν σε αυτό νέοι από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στην οδό Βουλής το Βαρβάκειο (Πρακτικό) Λύκειο έμεινε για 25 ολόκληρα χρόνια, καθώς στο κεντρικό κτίριο της οδού Αθηνάς στεγάζονταν ήδη τα τέσσερα κλασικά δευτεροβάθμια σχολεία και οι προσπάθειες να βρεθεί άλλος χώρος στέγασης σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας δεν καρποφόρησαν. Τελικά, το 1911, αποφασίστηκε η μετακίνηση τους στο Παγκράτι (σαν Ζ΄ Γυμνάσιο Αθηνών) και στα Πατήσια (σαν Η΄ Γυμνάσιο Αθηνών), οπότε το Βαρβάκειο (Πρακτικό) Λύκειο εγκαταστάθηκε στο φυσικό του χώρο, στο διδακτήριο που είχε κτιστεί με χρήματα προερχόμενα από το κληροδότημα του Βαρβάκη.

Τον Ιανουάριο του 1921 το Βαρβάκειο συνδέθηκε με Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης και το Φυσικομαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο μετονομάσθηκε σε Πρότυπο Πρακτικό Λύκειο, καθώς θα πρόσφερε την παιδαγωγική κατάρτιση σε καθηγητές οι οποίοι επρόκειτο να διδάξουν στα Πρακτικά Λύκεια που ήταν να ιδρυθούν και σε άλλες πόλεις.

Στα 1929 σημειώθηκαν αλλαγές στη δομή της ελληνικής εκπαίδευσης. Αντί των τριών επάλληλων κύκλων σπουδών (τετρατάξιο Δημοτικό σχολείο, τριτάξιο Ελληνικό σχολείο και τετρατάξιο γυμνάσιο) δημιουργήθηκαν δύο, ένα εξατάξιο Δημοτικό σχολείο και ένα εξατάξιο Γυμνάσιο. Οι τέσσερις τάξεις του Προτύπου (Πρακτικού) Βαρβακείου Λυκείου πήραν την ονομασία Γ’, Δ’, Ε΄ και ΣΤ’ με διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών από τις αντίστοιχες του Γυμνασίου, ενώ προστέθηκαν ουσιαστικά δύο ακόμη, η Α΄και η Β', όμοιες με αυτές των κλασσικών Γυμνασίων. Το 1930, όταν ιδρύθηκαν με νόμο οι Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης, συγχώνευση κλασσικών γυμνασίων και πρακτικών λυκείων όπου υπήρχαν, έχουμε και τη δημιουργία της «Βαρβακείου Προτύπου Σχολής».

Η Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή λειτούργησε κανονικά έως την έναρξη του πολέμου. Και ενώ οι μαθητές περίμεναν να τελειώσει ο πόλεμος για να επιστρέψουν στα θρανία του κτηρίου της οδού Αθηνάς, μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στα «Δεκεμβριανά» του 1944, κατέστρεψε όλα τα ξύλινα μέρη και την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου. Την κατάσταση που επεκράτησε στο κέντρο της πόλης την ημέρα εκείνη καταγράφει στο ημερολόγιό του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος:

 «Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια, οι Βρετανοί αναζήτησαν όσες δυνάμεις μπορούσαν να βρουν για να προασπιστούν το κέντρο της πρωτεύουσας. […] Οι Βρετανοί γνώριζαν καλά ότι αν έχαναν την Ομόνοια θα έπρεπε να εκκενώσουν το κέντρο. Πέρα από την Ομόνοια δεν υπήρχε άλλη γραμμή άμυνας. Οι σφοδρότερες συγκρούσεις αυτής της ημέρας έγιναν για την κατάληψη της Βαρβακείου Σχολής, όταν αλεξιπτωτιστές του 5ου Τάγματος, καλυπτόμενοι πίσω από άρματα μάχης και πολεμώντας γωνία γωνία, κατέβηκαν την οδό Ευριπίδου και έφτασαν στη Βαρβάκειο Σχολή. Την ώρα που το βρετανικό πεζικό καταλάμβανε τη Βαρβάκειο Σχολή, βρετανικά άρματα εκκαθάρισαν οδοφράγματα στην οδό Πειραιώς μέχρι το ύψος του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα και στη διασταύρωση Αθηνάς και Ευριπίδου, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη συνέχεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων». Στις φλόγες χάθηκαν όλο το υλικό των βιβλιοθηκών και των εργαστηρίων, τα αρχεία των προτύπων σχολείων, καθώς και τα αρχεία του Διδασκαλείου. Χάθηκε όμως και το θαυμάσιο νεοκλασικό κτήριο, το οποίο μολονότι πολλοί ειδικοί είχαν αποφανθεί πως θα μπορούσε να επισκευασθεί, κατεδαφίστηκε τελικά στα 1955. Το Σχολείο λειτούργησε διαδοχικά σε κτίρια της οδού Μέτονος, της Πλατείας Κουμουνδούρου, της οδού Κωλέττη και της οδού Αραχώβης.

Χάρη της Ιστορίας, ας σημειωθεί πως το Βαρβάκειο είχε γνωρίσει και άλλη παρόμοια δοκιμασία, λίγο μετά την αποπεράτωσή του, την περίοδο των «Ιουλιανών» του 1863, όταν αποτέλεσε ορμητήριο των «ορεινών» κατά των «πεδινών». Εκεί είχαν στηθεί όλμοι και πυροβόλα, με στόχο την Εθνική Τράπεζα και άλλα σημεία της πόλης.
 
Στα 1957 παραχωρήθηκε από το κράτος ένα οικόπεδο στο Ψυχικό, στη συμβολή των οδών Μουσών και Παπαδιαμάντη, για την δημιουργία του νέου κτηρίου της Βαρβακείου Σχολής, η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα την πορεία της μέσα στο αθηναϊκό εκπαιδευτικό γίγνεσθαι.

Ο Βαρβάκης, έστω και με εντελώς ανορθόδοξο τρόπο, άφησε το όνομά του στην περιοχή της οδού Αθηνάς. Στα 1874, ο Δήμος της Αθήνας είχε ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αποκτήσει τη δική του «Δημοτική Αγορά», με τον δήμαρχο Παναγή Κυριακό να είναι αποφασισμένος για την ανέγερσή της. Μέχρι τότε λειτουργούσε σε παράγκες στις παρυφές της αρχαίας αγοράς, στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου.

Προτού ακόμη αρχίσει η ανέγερση το κεντρικού κτιρίου της αγοράς, με την εσωτερική αυλή του, στην ίδια θέση λειτουργούσε η κεντρική αγορά τροφίμων της Αθήνας, σε παραπήγματα και διάφορα κτίρια. Πολλές φορές, έγινε λόγος για τη μεταφορά της σε άλλο χώρο, αλλά δεν το επέτρεψαν τα ιδιωτικά συμφέροντα! Η ανάγκη να επισπευσθούν οι εργασίες ήταν επιτακτική και έτσι άρχισαν να επιταχύνονται οι εργασίες στην οδό Αθηνάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τον σεισμό του 1880, βρέθηκε σε βάθος μόλις 60 εκατοστών του μέτρου, άγαλμα της θεάς Αθηνάς πάνω σε βάθρο, πιστό αντίγραφο της χρυσελεφάντινης Αθηνάς του Παρθενώνα, λαξεμένη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η Νέα Αγορά ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στο Δήμο της Αθήνας το 1886.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ή ΕΠΙΜΥΘΙΟ

οοο οοο οοο


Μία από τις πιο πλούσιες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας, είναι εκείνη που αναφέρεται στους Εθνικούς Ευεργέτες. Καμία χώρα, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν έχει να επιδείξει έναν τόσο μεγάλο αριθμό ευεργετών, όσους η μικρή Ελλάδα.


Όπως είναι γνωστό, οι μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες προέκυψαν από τις τάξεις των πλουσίων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλοι οι πλούσιοι υπήρξαν και ευεργέτες. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες άνθρωποι με μεγάλο πλούτο αδιαφόρησαν για τα κοινά και αγνόησαν τις επικλήσεις των συνανθρώπων τους. Ενώ μετά το θάνατό τους οι περιουσίες τους εξανεμίστηκαν άσκοπα με τον έναν ή άλλον τρόπο.


Οι περισσότεροι ευεργέτες υπήρξαν πραγματικοί ευπατρίδες. Είναι εκείνοι οι Έλληνες της Διασποράς, οι οποίοι λόγω δύσκολων περιστάσεων, αφού ξενιτεύτηκαν και στη συνέχεια πλούτισαν, δεν παρέλειψαν να ευεργετήσουν τους τόπους που τους φιλοξένησαν, όπως και την αγαπημένη Πατρίδα τους και ιδιαίτερα τη γη που τους γέννησε. Ο Ιωάννης Βαρβάκης, υπήρξε σίγουρα ένας ευπατρίδης του είδους αυτού.


Μια τόσο περιπετειώδης ζωή όπως αυτή του Ιωάννη Βαρβάκη, εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «μυθιστορηματική». Και όχι εντελώς άδικα, μιας και συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία για τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, όπως: ηρωισμό, κίνδυνο, χρήμα, δόξα, ισχύ, αγωνία, νοσταλγία, απογοήτευση, αρρώστια, θάνατο. Τα πάντα. Ο Ιωάννης Βαρβάκης δεν είχε σκοτεινές πλευρές στη ζωή του, έστω μια κάποια ανθρώπινη αδυναμία, αλλά ούτε και ελαττώματα στον χαρακτήρα του, με μόνη εξαίρεση τη δράση του σαν «κουρσάρος» στους δύσκολους χρόνους της νιότης του.

Επιμέλεια - Κείμενα:
Νάσος Βλαχάκης - Ιστοριοδίφης
Πληροφορίες - Φωτό: Διαδύκτιο


Βοηθήματα:
NATIONAL GEOGRAPHIC - ΠΟΝΤΟΣ ΗΜΕΡΗΣΙΑ - Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ
Κωνσταντίνος Ε. Φωτιάδης - Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ -
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Επτά Ημέρες-1997) - ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ.

ΠΗΓΗ - ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ:Α.Τ.